Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Στον πρώτο μου φίλο


Αγαπημένε μου γέροντα.
Θα σε θυμάμαι πάντοτε εκεί στο σιδεράδικο σου απέναντι από το σπίτι μας, στο χωριό.
Εκεί όπου περνούσαμε τόσο χρόνο μαζί καθημερινά, κι ενώ δε θυμάμαι τι λέγαμε, θυμάμαι ότι μιλούσαμε για ώρες.
Ποτέ δεν ενοχλήθηκες, ούτε νευρίασες, απαντούσες πάντοτε υπομονετικά στις ατελείωτες ερωτήσεις ενός 5χρονου με άσβεστη περιέργεια για ο,τιδήποτε τον περιβάλλει, στην προσπάθεια του να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίον ζει.
Ήσουν ο πρώτος μου φίλος και ενδεχομένως να ήμουν ο τελευταίος (καινούργιος) σου φίλος.
Δεν είχαμε πολλά να μοιραστούμε, παρά μόνο τη μοναξιά μας, αλλά αυτή αρκούσε για να μας δένει, γιατί δύο άνθρωποι που μοιράζονται τη μοναξιά τους δεν είναι πια μόνοι.
Τη μοναξιά που μας χάρισε η κοινωνία απλόχερα, γιατί ένας μικρός άνθρωπος και ένας γέρος άνθρωπος δεν έχουν θέση σε αυτήν, αφού δε μπορούν να είναι παραγωγικά μέλη.
Για αυτούς ήμασταν απλά ένας μικρός και ένας γέρος, δεν έβλεπαν το "άνθρωπος", ενώ εμείς δεν κοιτάξαμε ποτέ ο ένας τον άλλον ως έναν γέρο και έναν μικρό, γιατί βλέπαμε την ανθρωπιά.
Τόσα χρόνια μετά και ενίοτε η σκέψη μου σε επισκέπτεται εκεί στο σιδεράδικο, όταν κλείνω τα μάτια μου τις νύχτες και αναμένω να με πάρει ο ύπνος, προσπαθώντας να ανακτήσω έστω και κάποιο ψήγμα από το περιεχενο των συζητήσεων μας.
Ποτέ δεν τα καταφέρνω, το μόνο που καταφέρνω να πετύχω, κάθε φορά, είναι να ανακαλέσω την ευγενή και καλοσυνάτη φυσιογνωμία σου, γιατί μόνο αυτή έχει μείνει στις αναμνήσεις μου. Αυτήν αρνείται να την εγκαταλείψει το μυαλό μου, γιατί αυτά ήταν η ουσία σου, η ευγένεια και η καλοσύνη.
Σήμερα ήταν μία από αυτές τις νύχτες και αποφάσισα να σου γράψω αυτή τη φορά, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αιτία, απλά έτσι ήθελα.
Θα σε θυμάμαι πάντοτε, γιατί δε θα σε ξεχάσω ποτέ.
Ο μικρός σου φίλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου