Τραγωδία σε μία πράξη
Ν. Λυγερός
(Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου)
Σκηνή Ι: Αχιλλέας, Αίας
Αχιλλέας (με οργή): Μια γυναίκα, είπες;
Αίας (γαλήνιος): Ναι, μία γυναίκα. Μα όχι οποιαδήποτε…
Αχιλλέας (ανασηκώνεται απότομα): Όποια κι αν είναι, δεν έχει καμία σημασία. (Χρόνος). Ο πόλεμος είναι η χώρα του θανάτου. Ενώ οι γυναίκες ανήκουν στη ζωή. Δίνουν τη ζωή!
Αίας: Τούτη δω δεν δίνει παρά μόνον τον θάνατο.
Αχιλλέας: Εδώ, σε τούτη την καταραμένη Τροία, υπάρχουν μόνον πολεμιστές και τραυματίες. Κι όλοι, αργά ή γρήγορα, προχωρούν προς τον θάνατο. Δείχνει το μνημείο του Πατρόκλου.
Αίας: Κι εκείνη γνωρίζει τούτη την ιερά οδό.
Αχιλλέας (έκπληκτος): Πώς είναι δυνατόν;
Αίας: Είναι η βασίλισσα των Aμαζόνων!
Αχιλλέας: Η Πενθεσίλεια;
Αίας: Η ίδια αυτοπροσώπως. (Χρόνος) Ήρθε, σε συμμαχία, με τις δώδεκα καλύτερες πολεμιστές της. Ανήκουν όλες τους στο σώμα των εκλεκτών Aμαζόνων. Αυτήν πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε.
Αχιλλέας: Όχι! Ποτέ δεν θα πολεμήσω μία γυναίκα. Ακούς, Αία, ποτέ.
Αίας: Είναι, ωστόσο, το πεπρωμένο σου, Αχιλλέα.
Αχιλλέας: Το πεπρωμένο μου είναι να πεθάνω νέος, όχι να σκοτώσω μία γυναίκα.
Αίας: Αυτές φέρνουν την καταστροφή μαζί τους. Η τόλμη τους δεκαπλασίασε την ισχύ των Τρώων. Σύντομα, θα απειλούν το ναυτικό μας. Αχιλλέα, πρέπει να ρίξεις στη μάχη τους Μυρμιδόνες σου.
Αχιλλέας: Μετά την ήττα του Έκτωρα, οι Τρώες δεν είναι πλέον παρά μόνον σκιές.
Αίας: Μόνο που εκείνες είναι γυναίκες που μεταμορφώνουν τη σκιά σε νέα σελήνη.
Αχιλλέας: Μη φοβάσαι! Η ηλιακή ασπίδα θα προστατέψει τους Έλληνες. Και το φως της θα συντρίψει τις Αμαζόνες και τους Τρώες.
Αίας: Ο ήλιος των Ελλήνων δεν είναι τίποτ’ άλλο από σένα!
Αχιλλέας: Κι εσύ μου ζητάς να σκοτώσω τη γυναίκα-σελήνη για να σώσω του Έλληνες.
Αίας: Αν δεις αυτή τη γυναίκα, χάθηκες. Δεν βλέπεις παρά μόνον τον δάσκαλο του πολέμου. (Σιωπή) Είναι η θυγατέρα του Άρη!
Αχιλλέας: Δεν φοβάμαι κανέναν από τους θεούς!
Αίας: Να είσαι προσεκτικός στις κουβέντες σου. Η οργή των θεών χτυπά δίχως έλεος κάθε αλαζόνα.
Αχιλλέας: Καμία ανησυχία, Αία, η Αθηνά θα με προστατέψει.
Αίας: Η Αθηνά προστατεύει μόνον την ισχύ του πνεύματος. Τίποτε περισσότερο. Αποστρέφει το βλέμμα.
Αχιλλέας: Τι έχεις, Αία, φαίνεσαι ανήσυχος;
Αίας: Έχω ένα κακό προαίσθημα. (Σιωπή) Είδα τη σκιά της Αφροδίτης να αιωρείται πάνω σου.
Αχιλλέας: Το κορμί μου δεν το πιάνουν τα βέλη. Εμβαπτίστηκε στη φωτιά.
Αίας: Αν σε πετύχει το βέλος, θα σε καταλάβει μια άλλη φωτιά. (Σιωπή) Δεν γνωρίζεις παρά μόνον τη φωτιά της μάχης και τις ξεκάθαρες πληγές της. Εκείνη θα είναι ύπουλη και θα πυρπολήσει τα σπλάχνα σου. Χτυπά στο αδύναμο σημείο.
Αχιλλέας: Αία, δεν έχω αδύνατο σημείο παρά μόνον ένα. (Σιωπή) Όσο για την καρδιά μου, του Πατρόκλου ο θάνατος μού την τσάκισε για πάντα.
Αίας: Απατάσαι, Αχιλλέα, η καρδιά είν’ ένας φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες του. Και κάθε γέννηση είναι μια δοκιμασία νέα, πολύ πιο οδυνηρή από την προηγούμενη. Διότι μεταφέρει τη μνήμη του παρελθόντος.
Αχιλλέας: Δεν έχω τον χρόνο να ζω στο παρελθόν. Πρέπει εδώ και τώρα να ζήσω. Είμαι θνητός.
Αίας: Δίχως αμφιβολία, τούτο είναι που μ’ απασχολεί… Σε σένα, τα πάντα είναι ταχύτητα… Με σένα η ζωή γίνεται στιγμή.
Αχιλλέας: Φταίω εγώ, αν ζω μέσα στη στιγμή; Φταίω εγώ, αν το φως του ήλιου είναι πολύχρωμο; Φταίω εγώ, αν το γενικό συνεπάγεται τη συμπατικότητα;
Αίας: Δεν το ξέρω, Αχιλλέα… Το μόνο που ξέρω, είναι πως υπάρχεις! Και δεν θέλω να το ξέρω…
Αχιλλέας: Το έχω συνειδητοποιήσει, Αία. (Σιωπή) Μόνον που έχω συνειδητοποιήσει και τη θνητή μου φύση. Και αυτή η συνειδητοποίηση με ωθεί να ενεργώ όπως ενεργώ. Η μόνη μου ελευθερία, είν’ η επιλογή μου να πεθάνω νέος.
Αίας: Νομίζω πως η μονομαχία με την Πενθεσίλεια ανήκει σ’ αυτή τη ζωή.
Αχιλλέας: Πώς εσύ, Αία, ο πιο ισχυρός από τους Έλληνες πολεμιστές, ο φέρων την ασπίδα των επτά ταύρων, μπορείς να μου ζητάς να θερίσω μια απλή γυναίκα;
Αίας: Η γυναίκα αυτή, όπως λες, αναγκάζει τους ανθρώπους να φορούν πένθος. (Σιωπή) Το ξίφος της θερίζει τους άντρες, το χέρι της συλλέγει τις ψυχές! (Σιωπή) Λένε πως δεν έχει τίποτε να χάσει! Είχε έρθει στην Τροία για να ξεφύγει από τις Ερινύες της αδερφής της…
Αχιλλέας: Της ίδιας της τής αδερφής;
Αίας: Ναι, της αδερφής της Ιππολύτης που ατυχώς σκοτώθηκε από ένα βέλος, όταν πήγαν για κυνήγι.
Αχιλλέας: Πόσο βαριά ποινή για μια γυναίκα! Η ζωή της έγινε βάσανο.
Αίας: Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να πάρει την ψυχή του Μαχάονος !
Αχιλλέας (σφίγγοντας τις γροθιές του): Ο Μαχάων είναι νεκρός!
Αίας: Οι άντρες μας δεν μπόρεσαν να διασώσουν παρά μόνον το σώμα του από τη βεβήλωση των Τρώων.
Αχιλλέας: Γιατί όλ’ αυτά δεν μου τα ανέφερες νωρίτερα;
Αίας: Σε είδα γονατιστό μπροστά στο μνημείο του Πατρόκλου. Δεν ήθελα να επιδεινώσω τον πόνο σου με τον θάνατο του Μαχάονος.
Αχιλλέας: Δεν καταλαβαίνεις, λοιπόν;
Αίας: Τι λοιπόν, Αχιλλέα;
Αχιλλέας: Δεν ήρθε στην Τροία για να πολεμήσει. Μάχεται εναντίον της μνήμης της.
Αίας: Όμως τους Έλληνες σκοτώνει!
Αχιλλέας: Δεν θέλει τους άντρες. Θέλει τα ίχνη του χρόνου που την χωρίζουν από το έσχατο τέλος.
Αίας: Τι παράξενος συλλογισμός!
Αχιλλέας: Τίποτε παράξενο δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Η ζωή μας εξοβελίζεται από τη γέννηση για να προσεγγίσει τον θάνατο. Προς την αναζήτηση της πληρότητας!
Αίας: Έτσι μοιράζεσαι αυτό το συναίσθημα.
Αχιλλέας: Το αντιλαμβάνομαι, αυτό είν’ όλο! (Σιωπή) Δεν ήρθε για να δώσει θάνατο. Ήρθε για να τον λάβει.
Αίας: Και γι’ αυτόν τον λόγο σε προκάλεσε…
Αχιλλέας: Χωρίς καμιά αμφιβολία! Ξέρει πως θα την ελευθερώσω από τη μοίρα της.
Αίας: Η πράξη της, λοιπόν, είναι αυτοκτονική και η επιλογή της συνειδητή.
Αχιλλέας: Έτσι είναι, Αία, δεν ενεργεί από άγνοια. Αντιθέτως μάλιστα, κάθε της πράξη είν’ ένα βήμα προς το μέρος μου.
Αίας: Θέλει να πεθάνει από τη δόξα;
Αχιλλέας: Θέλει να πεθάνει μέσα στη δόξα;
Αίας: Πολεμώντας τον αήττητο, τι μπορεί να πετύχει;
Αχιλλέας: Ο αγώνας της αρκεί για να την απελευθερώσει από τα δεινά της οδύνης.
Αίας: Ιππεύει την ισχύ και κατακτά την άμυνά μας, μόνο και μόνο από εκδίκηση στο πεπρωμένο…
Αχιλλέας: Μόνο και μόνο για να ελευθερώσει τη συνείδησή της! (Σιωπή) Οι τύψεις της είναι πάρα πολύ βαριές για να τις σηκώνει.
Αίας: Πόσες ζωές, λοιπόν, πρέπει να αφαιρέσει ακόμη για να σε πείσει να την αντιμετωπίσεις;
Αχιλλέας: Ούτε μια πλέον! Γνωρίζω την επιθυμία της, θα την ικανοποιήσω!
Αίας (ανακουφισμένος): Ευγνωμονώ τη σοφία σου και την Αθηνά που σε συμβουλεύει. (Τείνει τα χέρια του στον ουρανό) Πρέπει να ειδοποιήσω τους Μυρμιδόνες σου να οπλιστούν για να μπουν στη μάχη που μαίνεται;
Αχιλλέας: Όχι! Δεν είν’ απαραίτητο. (Σιωπή) Θα πάμε μόνοι στο πεδίο της μάχης.
Αίας: Έστω! Θα πολεμήσουμε μόνοι! (Χρόνος) Εγώ θ’ ασχοληθώ με τους Τρώες κι η Πενθεσίλεια θά ’ρθει σε σένα.
Αχιλλέας: Θα την περιμένω μπροστά στα καράβια μας.
Αίας: Η ηλιακή σου ασπίδα θα φωτίζει την πορεία της. Και το φως σου θα κάψει τα φτερά της.
Αχιλλέας: Με τον θάνατο της αδερφής της, η μοίρα τής ξερίζωσε τα φτερά. (Χρόνος) Δεν μπορεί πια να ονειρεύεται.
Αίας: Όταν νιώσει τον ηλιακό άνεμο, η ψυχή της θα συντριβεί πάνω στην αιωνιότητα της στιγμής.
Αχιλλέας: Με τη συνειδητοποίηση της θνητής της φύσης, αποκτά πρόσβαση στην αιωνιότητα της στιγμής.
Αίας: Αχιλλέα, πρέπει να ετοιμαστούμε. Η μάχη θα είναι άγρια.
Αχιλλέας: Έχεις δίκαιο, Αία, είναι καιρός για πόλεμο! (Σιωπή) Πάμε στο πεδίο της μάχης!
Ο Αίας συγκατατίθεται και τον προσπερνά. Ο Αχιλλέας προσκυνά στο μνημείο τού φίλου του Πατρόκλου.
Αχιλλέας: Δεν θα είμαι μακριά, φίλε μου. Το καθήκον μου με καλεί και δεν θα κάνω την Πενθεσίλεια να περιμένει πια για πολύ. (Χρόνος) Η πρώτη μας συνάντηση ορίστηκε.
Ανασηκώνεται και απομακρύνεται με αποφασιστικό βήμα. Βγαίνει από τη σκηνή. Σκοτάδι. Ακολουθεί σεληνόφως. Ελληνική μουσική.
Σκηνή ΙΙ: Αχιλλέας, Πενθεσίλεια, Χορός γυναικών
Ολόκληρη η σκηνή με τον χορό των γυναικών και την Πενθεσίλεια εκτυλίσσεται με μουσική υπόκρουση… Φτάνουν επί σκηνής ο χορός των γυναικών – ντυμένων στα μαύρα – που κρατούν στα χέρια τους την Πενθεσίλεια – ντυμένη στα λευκά – αδρανή. Αναγνωρίζουμε στα πρόσωπα, μια σοβαρότητα κι έναν πόνο ακραίο. Εναποθέτουν το κορμί στο κέντρο της σκηνής, αργά-αργά. Κάποιες περιζώνουν το κορμί, οι υπόλοιπες απομακρύνονται τρέχοντας και επιστρέφουν με άνθη. Ορισμένες χαϊδεύουν το ρούχο, οι υπόλοιπες στολίζουν με άνθη τα μαλλιά της Πενθεσίλειας. Όλες βρίσκονται εν κινήσει γύρω από το ασάλευτο κορμί της. Ένας ήχος φωνής τις κάνει να ανασηκωθούν. Σιωπή. Ο Αχιλλέας μπαίνει στη σκηνή, αγνώριστος… Στη θέα του, ο χορός διαλύεται φωνάζοντας, ο Αχιλλέας μένει μόνος με την Πενθεσίλεια. Προχωρά προς το μέρος της με κόπο. Μετά πέφτει στα γόνατα και την παίρνει στην αγκαλιά του. Δεν έχει πει ούτε λέξη. Ηλιακό φως.
Αχιλλέας (με μια κραυγή):
Γιατί; Σιωπή. Γιατί μου επιβλήθηκε μια τέτοια μοίρα; (Χρόνος) Δεν είμαι παρά μόνον ένας πολεμιστής! Πώς ν’ αγωνιστώ ενάντια σ’ αυτό; Κοιτώντας τον ουρανό. Ω θεοί, γιατί εξαπολύσατε τον θάνατο στο πλάι μου, τον έρωτα της ζωής μου; Το δόρυ μου διαπέρασε τον κορμί της δίχως αντίσταση και τα χείλη της δάγκωσαν τη σκόνη τούτης της καταραμένης Τροίας. (Σιωπή) Αφού η επιθυμία της ήταν να μου ανήκει, αφήστε την σε μένα, σας ικετεύω. Ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος της Πενθεσίλειας. Στη συνέχεια ανασηκώνεται σαν αθάνατος. Δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπό της παρά μόνο μετά… Μετά… Μόλις μετά το πορφυρό. Κοιτάζοντας τα χέρια του. Δεν ήξερε παρά μόνο να προσφέρει τον θάνατο… (Χρόνος) Μάνα! Γιατί μου χάρισες τόση δύναμη; (Χρόνος) Όλα οδηγούν στην καταστροφή; (Σιωπή) Εκείνη δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να γνωρίζει την δύναμή τους… Το τόξο της, τα βέλη της, οι σαΐτες της όλα έτειναν προς εμένα. (Χρόνος) Κι όλα διαλύθηκαν πάνω στην ασπίδα μου· ο ήλιος την τύφλωσε. Αυτό το χέρι καμία ευκαιρία δεν της άφησε, την κεραυνοβόλησε. Πόσο θα ήθελα να μπορούσε το φως να με τυφλώσει! Πόσο θα ήθελα να μην είχα ποτέ δει το βλέμμα της, το ύστερο βλέμμα της! Μου πρόσφερε το τελευταίο βλέμμα της ζωής της και τον τελευταίο στεναγμό της ψυχής της. (Αναταράσσει το κορμί του) Τέτοιο δώρο, σε μένα, τον δολοφόνο σου. Μου τα πρόσφερες όλα και δεν ήξερα να πάρω παρά μόνο τη ζωή. Ο θάνατός σου ήταν έγκλημά μου, ο έρωτάς μου ήταν η τιμωρία σου! (Σιωπή)
Αθηνά, σε παρακαλώ, δείξε μου την πηγή της αθανασίας. Άφησέ με να της δώσω να πιει… (Γέρνει ξανά). Μην πεθάνεις, ακούς; Σου απαγορεύω να πεθάνεις! (Χρόνος) Είσαι η ψυχή μου… (Σιωπή)
Προτού σ’ ανταμώσω, ήμουνα μόνος, δίχως ελπίδα, δίχως φόβους κι ελεύθερος. Τώρα, ακόμη πιο μόνος, απελπισμένος και δεμένος μαζί σου. Ένα βλέμμα έφτασε, ένα μόνο βλέμμα! Τα πάντα ήταν για μας εφικτά. Θα μπορούσαμε να είμαστε οι πιο όμορφοι εραστές της Ελλάδας. Μα αλλιώς η μοίρα τ’ αποφάσισε. Κι εκείνο το βλέμμα που θα μπορούσε να είναι η αρχή των πάντων, έγινε το τέλος. (Της πιάνει τα χέρια) Αυτά τα χέρια που θα μπορούσαν να ’ναι της τρυφερότητας, (τα σταυρώνει) δεν θα είναι ποτέ παρά μόνον του πάθους… (Σιωπή)
Ω Θεοί, γιατί να υποφέρω μια τέτοια δοκιμασία; (Τείνει το δεξί του χέρι προς τον ουρανό) Μ’ ένα μόνο χέρι, άγγιξα τα σύνορα του έρωτα και του θανάτου. Έφτασε μια στιγμή, μία μόνο στιγμή! Η στιγμή της αποκάλυψης. Η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το μέγεθος της αδυναμίας του απέναντι στη δύναμη της σύγκρουσης του έρωτα και του θανάτου, της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και του θανάτου.
Με αργό βήμα, οι γυναίκες τού χορού επιστρέφουν να αναζητήσουν το κορμί της Πενθεσίλειας. Ο Αχιλλέας, μέσα στην οδύνη του δεν τις βλέπει. Παραμένει σιωπηλός κι ακίνητος. Σφίγγει την Πενθεσίλεια στην αγκαλιά του. Οι γυναίκες πλησιάζονται μεταξύ τους και όλες απλώνοντας τα χέρια τους προς την Πενθεσίλεια. Ξαφνικά ο Αχιλλέας τις αντιλαμβάνεται…
Αχιλλέας:
Όχι! Αφήστε τήν μου! (Ο χορός κάνει μια κίνηση υποχώρησης) Ποιος σας επέτρεψε να ξανάρθετε; (Οι γυναίκες βάζουν όλες τα χέρια πάνω στο στόμα τους) Γιατί, δεν λέτε τίποτε; Είστ’ εδώ σαν Άρπυιες, έτοιμες να ορμήσετε στη/ ν’ αρπάξετε τη λεία σας. (Οι γυναίκες πέφτουν στα γόνατα) Τώρα, με εκλιπαρείτε… Η δειλία σας δεν έχει όρια. Έτοιμες είστε για όλα προκειμένου να εξασφαλίσετε τη λεία σας. (Ανασηκώνεται και όλες αναδιπλώνονται) Μολών λαβέ ! Αφού αυτό θέλετε. Μα πρώτα θα περάσετε πάν’ απ’ το σώμα μου. Έχασα ήδη την ψυχή της, δεν θα σας αφήσω να πάρετε το κορμί της. (Μέσα σε κραυγή) Είναι δικό μου! (Το βάζουν στα πόδια) Είναι ό,τι έχω και δεν έχω πια… (Μένει μόνος να την κοιτά) Είσαι το μόνο παρόν στη δίχως μέλλον ζωή μου. (Σιωπή) Δεν θα σ’ εγκαταλείψω ποτέ… (Γέρνει πάνω της και τρυφερά τη φιλά)
Θερσίτης (εισβάλλοντας στη σκηνή): Ντροπή σου, Αχιλλέα! (Ο Αχιλλέας ανασηκώνεται αργά, ήρεμος) Πώς τόλμησες;
Αχιλλέας (κοιτάζοντάς τον τελικά): Να σε κοιτάξω, Θερσίτη;
Θερσίτης: Κανέναν δεν θα ξεγελάσεις! Σε είδα!
Αχιλλέας: Και πώς αλλιώς θα μπορούσες να κάνεις, αφού βρίσκομαι μπροστά σου;
Θερσίτης: Με εμπαίζεις;
Αχιλλέας: Ποτέ δεν θα το τολμούσα!
Θερσίτης: Με άφησες έκπληκτο από την αναζήτηση ποταπών απολαύσεων και ενάντια στη φύση. (Σιωπή) Δεν λες τίποτε; Τούτη δω είν’ η μόνη σου άμυνα; (Ο Αχιλλέας, σιωπηλός πάντοτε, συγκρατείται με κόπο) Ατίμασες την Ελλάδα ολόκληρη με την πράξη σου και παραμένεις σιωπηλός;
Aχιλλέας: Κάποτε, είναι προτιμότερο να παραμένεις σιωπηλός!
Θερσίτης: Δεν με τρομάζεις, Αχιλλέα… Είσαι δίχως πανοπλία και άοπλος… (Πλησιάζει, χωρίς φόβο)
Αχιλλέας: Δυστυχώς!
Θερσίτης: Θα σε καταγγείλω, Αχιλλέα, ακούς; Θα πω σε όλους πως ήθελες να έχεις δική σου τούτη την Αμαζόνα πόρνη.
Αχιλλέας: Θερσίτη, είσαι ο πιο απαίσιος από τους Έλληνες που ήρθαν στην Τροία κι ωστόσο η ψυχή σου είναι ακόμη πιο απαίσια.
Θερσίτης (τρομοκρατημένος): Άφησέ με! Δεν θα τη γλυτώσεις έτσι, νεκρόφιλε!
Αχιλλέας: Η ζωή μου δεν έχει πια καμία σημασία! (Τον σφίγγει ακόμα πιο πολύ) Η δική σου δεν είχε ποτέ, είχε δίκιο ο Οδυσσέας…
Θερσίτης: Άφησέ με! Τα χέρια σου με αηδιάζουν! Έχουν τη μυρωδιά του θανάτου!
Αχιλλέας: Αυτή τη φορά, εσύ έχεις δίκιο! (Τον αποτελειώνει) Ο Θερσίτης καταρρέει. Η σκιά σου θα ζει στην έρημο των Ταρτάρων.
Το κορμί της Πενθεσίλειας κείται στο κέντρο της σκηνής, μόνο. Μακρά σιωπή. Στη συνέχεια κάνει την είσοδό του ο χορός των γυναικών. Δύο γυναίκες ξεκινούν πρώτα με μεγάλη προφύλαξη. Αφού επιβεβαιώνουν ότι το πεδίο είναι ελεύθερο, κάνουν νεύμα και στις άλλες να προχωρήσουν που έχουν παραμείνει να παραμονεύουν στο σκοτάδι. Πλησιάζουν όλες και με κλεφτά βήματα σχηματίζοντας κύκλο γύρω από την Πενθεσίλεια. Την πλησιάζουν χωρίς, ωστόσο, να τολμούν να την αγγίξουν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο Διομήδης.
Διομήδης (συγκαταβατικός):
Εσύ, λοιπόν, είσαι η βασίλισσα των Αμαζόνων! Η πιο όμορφη γυναίκα-σελήνη… (Σιωπή) Ως άψυχο σώμα δεν βλέπω τίποτ’ άλλο από ένα ακόμη πτώμα, έναν άμβωνα αφιερωμένο στην αποσύνθεση… Πολύ κακό για το τίποτε! (Την πιάνει από το πόδι) Ο Αχιλλέας έκανε κομμάτια τον Θερσίτη, μόνο και μόνο για σένα… (Φτύνει πάνω της) Θαρρούσες ασφαλής μέσα στον θάνατο… (Οι γυναίκες είναι αγανακτισμένες) Τα δεινά σου, όμως, μακράν απέχουν του τέλους τους… (Πατώντας πάνω στο σώμα της Πενθεσίλειας) Μ’ ακούς; Δεν τελείωσαν όλα. Ο θάνατος είναι μόνον η αρχή, θα διαλύσω την ψυχή σου για πάντα. (Κοιτά τον χορό γυναικών) Τι περιμένετε για να την μεταφέρετε στη σκηνή μου; (Δεν κινούνται. Εκείνος προχωρά προς το μέρος τους) Να επαναλάβω τη διαταγή μου; Αν δεν υπακούσετε πάραυτα, θα σας δώσω βορά στ’ άλογά μου…(Οπισθοχωρούν όλες ως την άκρη της σκηνής) Ποιον φοβάστε; Ήγγικεν η ώρα της δικής της καταδίκης. Κι όσο γι’ αυτό, θ’ ασχοληθώ εγώ προσωπικά! (Αφαιρεί με βία το πέπλο που σκεπάζει το κορμί της Πενθεσίλειας, την αρπάζει από το πόδι, την περιστρέφει κι αρχίζει να την σέρνει προς την αντίθετη κατεύθυνση του χορού. Ο χορός ακολουθεί δίχως να λέει τίποτε. Εντελώς ξαφνικά, αρχίζουν όλες τους να ωρύονται) Τι έχετε όλες και σκούζετε έτσι;
Ο Αχιλλέας εμφανίζεται, έξαλλος.
Αχιλλέας: Διομήδη!
Διομήδης: Αχιλλέα;
Αχιλλέας: Διομήδη, άφησέ την αμέσως! Και υπόσχομαι να σε λυπηθώ!
Διομήδης: Με απειλείς;
Αχιλλέας: Δεν σε απειλώ. Σε προειδοποιώ. Η Πενθεσίλεια είναι υπό την προστασία μου.
Διομήδης: Δεν είναι παρά μόνο μια γυναίκα, κι επιπλέον μια Αμαζόνα, γιατί τόση προσήλωση;
Αχιλλέας: Είναι ιερή!
Διομήδης: Αυτή; Αυτή η σύμμαχος της Τροίας; Στραγγάλισες τον εξάδελφο μου τον Θερσίτη γι’ αυτή την…
Αχιλλέας (τον διακόπτει): Μια λέξη ακόμα και θα το μετανιώσεις οικτρά!
Ο Διομήδης πάει κάτι να πει, όταν φτάνει ο Αίας.
Αίας: Διομήδη, τι κάνεις; Η θέση σου είναι κοντά στους άντρες σου.
Διομήδης: Σας αφήνω. Εδώ είναι πανταχού παρών ο θάνατος.
Ο Διομήδης βγαίνει, ακολουθούμενος κατά πόδας από τις γυναίκες του Χορού..
Αίας: Τι συνέβη, Αχιλλέα;
Ο Αχιλλέας δεν απαντά. Πλησιάζει την Πενθεσίλεια και της λέει γέρνοντας.
Αχιλλέας: Είμ’ εδώ, γλυκιά μου.
Αίας: Έμαθα πως πέταξες την σκιά του Θερσίτη στα Τάρταρα.
Αχιλλέας: Η σκιά αυτή ήταν σκιά κενή φωτός… Ανήκε ήδη στα Τάρταρα.
Αίας: Ο θάνατος της Πενθεσίλειας σε φέρνει σ’ αυτή την κατάσταση;
(Ο Αχιλλέας, δίχως ούτε λέξη να πει, καλύπτει πάλι με το πέπλο το κορμί της Πενθεσίλειας) Σε προκάλεσε, Αχιλλέα, δεν έχεις εσύ ευθύνη!
Αχιλλέας: Εγώ φταίω για όλα! (Σιωπή) Ήξερα να την καταλάβω, μα δεν μπόρεσα να την προστατέψω. Υπέφερε…
Αίας: Πώς θα μπορούσες να την προστατέψεις; Σκότωσε πάνω από δέκα πολεμιστές μας…
Αχιλλέας: Όλο εκείνο το αίμα είναι που με τύφλωσε. (Σιωπή) Θα έπρεπε να της δείξω οίκτο…
Αίας: Μα αυτή ήταν που έχυσε όλο εκείνο το αίμα Εσύ όφειλες να την σκοτώσεις!
Αχιλλέας: Να σκοτώνεις δεν είναι καθήκον, μα επιλογή.
Αίας: Μόνον που το πεπρωμένο δεν σου έδωσε άλλη επιλογή!
Ο Αχιλλέας γέρνει και πάλι πάνω στην Πενθεσίλεια.
Αχιλλέας: Αγάπη μου…
Αίας: Την αγαπάς;
Αχιλλέας: Τη φορά τούτη δεν είχα επιλογή.
Αίας: Μα είναι νεκρή, Αχιλλέα, είναι νεκρή! (Σιωπή) Δεν μπορείς ν’ αγαπάς μια νεκρή.
Αχιλλέας: Ο έρωτας είναι πιο ισχυρός. Ο θάνατος διαρκεί μια στιγμή μόνο. Τη στιγμή ενός αναστεναγμού. Ήμασταν φτιαγμένοι για να συναντήσουμε ο ένας τον άλλον. Θα συναντηθούμε!
Αίας: Αχιλλέα, παραληρείς;
Αχιλλέας: Όχι, Αία! Όλοι όσοι αγαπώ είναι νεκροί: ο Πάτροκλος είναι νεκρός μέσα σ’ αυτό που φαίνομαι, η Πενθεσίλεια σ’ αυτό που είμαι.
Αίας: Δεν είσαι συ ο ένοχος! Ο Πάτροκλος δεν μπόρεσε ν’ αντέξει το βάρος της φωτιάς και η Πενθεσίλεια τη θέα της φωτιάς.
Αχιλλέας: Είμαι ένοχος γιατί είμαι φωτιά!
Αίας: Είσαι φως, είσαι ο ήλιος μας!
Αχιλλέας: Τότε είναι ο καιρός μου να σβήσω. (Σιωπή) Το λυκόφως μου άρχισε ήδη… (Σιωπή) Πρώτα, όμως, οφείλω ν’ ασχοληθώ με την ταφή της Πενθεσίλειας.
Αίας (γεμάτος συμπόνια): Πάω να βρω τον Οδυσσέα. Είναι ο πιο κατάλληλος να σε εξαγνίσει.
Ο Αίας φεύγει από τη σκηνή. Ο Αχιλλέας αποθέτει το κορμί της Πενθεσίλειας στη βάση του μνημείου. Ο Αχιλλέας είναι μόνος μπροστά στο κορμί της Πενθεσίλειας και στο μνημείο του Πατρόκλου.
Αχιλλέας:
Το συντομότερο δυνατόν, θα βάλω πλώρη για τη Λέσβο κι εκεί θα κάνω θυσίες στον Απόλλωνα, στην Αρτέμιδα και στη Λητώ. Θα πλεύσω πάνω στα κύματα των δακρύων, θα χύσω πάνω στη γη μας ό,τι απέμεινε από την ψυχή μου… Νιώθω, βαθιά μέσα μου, μια απέραντη εξάντληση από τούτη την κενή νοήματος ζωή. Έχασα τον φίλο μου, έχασα την αγάπη μου, δεν μου απομένει παρά να χάσω και τη ζωή μου.
Ο Οδυσσέας μπαίνει στη σκηνή. Η ευφυΐα του φωτίζει τη σκηνή. Είν’ ένας ήλιος καινούργιος.
Οδυσσέας: Δεν είσαι μόνος, Αχιλλέα, εγώ είμαι μαζί σου!
Αχιλλέας: Οδυσσέα! Ευχαριστώ που ήρθες τόσο γρήγορα. (Σιωπή) Ήξερα πως μπορώ να υπολογίζω σε σένα. Μόνο που, καταλαβαίνεις, είμαι λίγο…
Οδυσσέας (τον διακόπτει): Εγώ! Το ξέρω, Αχιλλέα, η ύπαρξή μας είναι Ένα!
Αχιλλέας: Μολονότι είμαστε σε όλα διαφορετικοί: οργή και γαλήνη, πάθος και συμπόνια.
Οδυσσέας: Είμαστε πρώτα κι ύστερα η ίδια ύπαρξη.
Αχιλλέας: Έτσι τα ξέρεις όλα για μένα!
Οδυσσέας: Είμαι η ψυχή σου…
Αχιλλέας: Φλεγόμαστε από την ίδια φωτιά.
Οδυσσέας: Και ξέρω πόσο υποφέρεις…
Ο Οδυσσέας πλησιάζει τον Αχιλλέα και του πιάνει τον ώμο. Ο Αχιλλέας ανασηκώνεται και του πιάνει κι εκείνος τον ώμο.
Αχιλλέας: Είσαι, το δίχως άλλο, ο μόνος που με καταλαβαίνει. (Σιωπή) Η Πενθεσίλεια είναι η στιγμή της ειρήνης που γνώρισα μέσα σε τούτο τον πόλεμο.
Οδυσσέας: Η συνάντηση με την Πενθεσίλεια, είναι το ορόσημο στη ζωή σου.
Αχιλλέας: Είναι και η αρχή του θανάτου μου…
Οδυσσέας: Η ζωή είναι η αρχή του θανάτου!
Αχιλλέας: Οδυσσέα, νιώθω κοντά σου όλο και πιο πολύ.
Οδυσσέας: Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε που εκπλήσσει, Αχιλλέα, εσύ γίνεσαι εγώ κι εγώ εσύ!
Αχιλλέας: Δίχως αμφιβολία, γι’ αυτό τα λόγια σου είναι τα μόνα λόγια που με ανακουφίζουν.
Οδυσσέας: Είναι το ίδιον της αντανάκλασης πάνω σου…
Αχιλλέας: Μετά τον θάνατο του Πατρόκλου και της Πενθεσίλειας, νιώθω ο ίδιος καταδικασμένος.
Οδυσσέας: Τούτο δεν είναι καταδίκη, Αχιλλέα, είναι απελευθέρωση. Τώρα, ξέρεις, εσύ ο ισόθεος, πως το ίδιον του ανθρώπινου μεγαλείου προέρχεται από τη θνητή μας φύση. (Σιωπή) Όσο για τη σκέψη σου, θα ζει μέσ’ από μένα.
Αχιλλέας: Θα ξαναζήσω μέσα σου, λοιπόν;
Οδυσσέας: Ναι, Αχιλλέα, τώρα έχεις το δικαίωμα να ξέρεις.
Αχιλλέας: Σ’ αυτή την περίπτωση, είσαι συ, Οδυσσέα, σαν άλλος Άτλας, που θα βαστάξεις τους πόνους μου στο εξής.
Οδυσσέας: Το ξέρω, Αχιλλέα. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ.
Αχιλλέας: Έτσι ο εξαγνισμός μου δεν ήταν παρά μόνον πρόσχημα.
Οδυσσέας: Κατά κάποιον τρόπο· εν πάση περιπτώσει, δεν έχει τη συνήθη έννοια… ο Θερσίτης δεν είχε τίποτε ελληνικό. (Χρόνος) Ρίχνοντάς τον στα Τάρταρα, ελευθέρωσες την Ελλάδα από έναν εχθρό.
Αχιλλέας: Οδυσσέα, όμως είσαι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος… (Σιωπή) Και δεν καταφέρνω να εννοήσω όλες σου τις σκέψεις.
Οδυσσέας: Οφείλεις να αρκεστείς στο να με βοηθήσεις να σε καταλάβω. Έτσι, με μια εμβάπτιση, όλα θα λάβουν ένα νόημα νέο.
Αχιλλέας: Οφείλω, λοιπόν, να βυθιστώ μέσα στα βάθη της σκέψης σου. (Ο Οδυσσέας κλονίζεται) Τι έχεις, Οδυσσέα;
Οδυσσέας: Φτάνω σχεδόν στη γνώση…
Αχιλλέας: Πώς μπορείς να το αντέχεις αυτό;
Οδυσσέας: Δεν είν’ αυτό το θέμα. (Χρόνος) Γεννήθηκα γι’ αυτό, είναι μια ανάγκη.
Αχιλλέας: Γεννήθηκες για ν’ αντέχεις τα βάσανά μου; Εγώ δεν…
Οδυσσέας (τον διακόπτει): Πάψε να βασανίζεσαι. (Σιωπή) Πες, απλώς, πως δεν μπορεί όλος ο κόσμος να κοιτάζει τον ήλιο.
Αχιλλέας: Έχεις δίκιο, απέναντι στον ήλιο, υπάρχουν μόνο δύο δυνατές επιλογές: ο φόβος και ο θαυμασμός.
Οδυσσέας: Δεν πρέπει να τους φθονείς. Είμαστε μόνοι, τούτο χρειάζεται να ξέρεις.
Αχιλλέας: Η μοναξιά σου, Οδυσσέα, θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλη, ακόμη μεγαλύτερη από τη δική μου.
Οδυσσέας: Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αγαπάς την ανθρωπότητα.
Αχιλλέας: Η θεά Αθηνά, η προστάτιδά μας, είθε να σε φροντίζει σ’ αυτή τη νέα δοκιμασία. (Σιωπή)
Οδυσσέας: Είναι πανταχού παρούσα στο πνεύμα μου.
Αχιλλέας: Η καρδιά μου είναι λαβωμένη για πάντα, Οδυσσέα, μα εσύ μπόρεσες να ανακουφίσεις την ψυχή μου. (Σιωπή. Γέρνει για μια τελευταία φορά πάνω στην Πενθεσίλεια) Βοήθησέ με να σηκώσω το δώρο της ζωής μου.
Ο Οδυσσέας γέρνει κι εκείνος, δίχως να λέει τίποτε. Τώρα, έχουν γίνει μόνον ένας. Την παίρνουν στην αγκαλιά τους και σηκώνουν το κορμί της. Προχωρούν δίπλα-δίπλα και καταλήγουν στην άκρη της σκηνής. Με δάκρυα στα μάτια, με μια τελευταία προσπάθεια, υψώνουν πολύ ψηλά τα χέρια.
Αχιλλέας και Οδυσσέας: Θεοί, ιδού το έσχατο δώρο!
Αυλαία.
Αθηνά, σε παρακαλώ, δείξε μου την πηγή της αθανασίας. Άφησέ με να της δώσω να πιει… (Γέρνει ξανά). Μην πεθάνεις, ακούς; Σου απαγορεύω να πεθάνεις! (Χρόνος) Είσαι η ψυχή μου… (Σιωπή)
Προτού σ’ ανταμώσω, ήμουνα μόνος, δίχως ελπίδα, δίχως φόβους κι ελεύθερος. Τώρα, ακόμη πιο μόνος, απελπισμένος και δεμένος μαζί σου. Ένα βλέμμα έφτασε, ένα μόνο βλέμμα! Τα πάντα ήταν για μας εφικτά. Θα μπορούσαμε να είμαστε οι πιο όμορφοι εραστές της Ελλάδας. Μα αλλιώς η μοίρα τ’ αποφάσισε. Κι εκείνο το βλέμμα που θα μπορούσε να είναι η αρχή των πάντων, έγινε το τέλος. (Της πιάνει τα χέρια) Αυτά τα χέρια που θα μπορούσαν να ’ναι της τρυφερότητας, (τα σταυρώνει) δεν θα είναι ποτέ παρά μόνον του πάθους… (Σιωπή)
Ω Θεοί, γιατί να υποφέρω μια τέτοια δοκιμασία; (Τείνει το δεξί του χέρι προς τον ουρανό) Μ’ ένα μόνο χέρι, άγγιξα τα σύνορα του έρωτα και του θανάτου. Έφτασε μια στιγμή, μία μόνο στιγμή! Η στιγμή της αποκάλυψης. Η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το μέγεθος της αδυναμίας του απέναντι στη δύναμη της σύγκρουσης του έρωτα και του θανάτου, της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και του θανάτου.
Με αργό βήμα, οι γυναίκες τού χορού επιστρέφουν να αναζητήσουν το κορμί της Πενθεσίλειας. Ο Αχιλλέας, μέσα στην οδύνη του δεν τις βλέπει. Παραμένει σιωπηλός κι ακίνητος. Σφίγγει την Πενθεσίλεια στην αγκαλιά του. Οι γυναίκες πλησιάζονται μεταξύ τους και όλες απλώνοντας τα χέρια τους προς την Πενθεσίλεια. Ξαφνικά ο Αχιλλέας τις αντιλαμβάνεται…
Αχιλλέας:
Όχι! Αφήστε τήν μου! (Ο χορός κάνει μια κίνηση υποχώρησης) Ποιος σας επέτρεψε να ξανάρθετε; (Οι γυναίκες βάζουν όλες τα χέρια πάνω στο στόμα τους) Γιατί, δεν λέτε τίποτε; Είστ’ εδώ σαν Άρπυιες, έτοιμες να ορμήσετε στη/ ν’ αρπάξετε τη λεία σας. (Οι γυναίκες πέφτουν στα γόνατα) Τώρα, με εκλιπαρείτε… Η δειλία σας δεν έχει όρια. Έτοιμες είστε για όλα προκειμένου να εξασφαλίσετε τη λεία σας. (Ανασηκώνεται και όλες αναδιπλώνονται) Μολών λαβέ ! Αφού αυτό θέλετε. Μα πρώτα θα περάσετε πάν’ απ’ το σώμα μου. Έχασα ήδη την ψυχή της, δεν θα σας αφήσω να πάρετε το κορμί της. (Μέσα σε κραυγή) Είναι δικό μου! (Το βάζουν στα πόδια) Είναι ό,τι έχω και δεν έχω πια… (Μένει μόνος να την κοιτά) Είσαι το μόνο παρόν στη δίχως μέλλον ζωή μου. (Σιωπή) Δεν θα σ’ εγκαταλείψω ποτέ… (Γέρνει πάνω της και τρυφερά τη φιλά)
Σκηνή ΙΙΙ: Αχιλλέας, Πενθεσίλεια, Θερσίτης
Θερσίτης (εισβάλλοντας στη σκηνή): Ντροπή σου, Αχιλλέα! (Ο Αχιλλέας ανασηκώνεται αργά, ήρεμος) Πώς τόλμησες;
Αχιλλέας (κοιτάζοντάς τον τελικά): Να σε κοιτάξω, Θερσίτη;
Θερσίτης: Κανέναν δεν θα ξεγελάσεις! Σε είδα!
Αχιλλέας: Και πώς αλλιώς θα μπορούσες να κάνεις, αφού βρίσκομαι μπροστά σου;
Θερσίτης: Με εμπαίζεις;
Αχιλλέας: Ποτέ δεν θα το τολμούσα!
Θερσίτης: Με άφησες έκπληκτο από την αναζήτηση ποταπών απολαύσεων και ενάντια στη φύση. (Σιωπή) Δεν λες τίποτε; Τούτη δω είν’ η μόνη σου άμυνα; (Ο Αχιλλέας, σιωπηλός πάντοτε, συγκρατείται με κόπο) Ατίμασες την Ελλάδα ολόκληρη με την πράξη σου και παραμένεις σιωπηλός;
Aχιλλέας: Κάποτε, είναι προτιμότερο να παραμένεις σιωπηλός!
Θερσίτης: Δεν με τρομάζεις, Αχιλλέα… Είσαι δίχως πανοπλία και άοπλος… (Πλησιάζει, χωρίς φόβο)
Αχιλλέας: Δυστυχώς!
Θερσίτης: Θα σε καταγγείλω, Αχιλλέα, ακούς; Θα πω σε όλους πως ήθελες να έχεις δική σου τούτη την Αμαζόνα πόρνη.
(Ο Αχιλλέας σηκώνεται απότομα και αρπάζει τον Θερσίτη με μια λαβή)
Αχιλλέας: Θερσίτη, είσαι ο πιο απαίσιος από τους Έλληνες που ήρθαν στην Τροία κι ωστόσο η ψυχή σου είναι ακόμη πιο απαίσια.
Θερσίτης (τρομοκρατημένος): Άφησέ με! Δεν θα τη γλυτώσεις έτσι, νεκρόφιλε!
Αχιλλέας: Η ζωή μου δεν έχει πια καμία σημασία! (Τον σφίγγει ακόμα πιο πολύ) Η δική σου δεν είχε ποτέ, είχε δίκιο ο Οδυσσέας…
Θερσίτης: Άφησέ με! Τα χέρια σου με αηδιάζουν! Έχουν τη μυρωδιά του θανάτου!
Αχιλλέας: Αυτή τη φορά, εσύ έχεις δίκιο! (Τον αποτελειώνει) Ο Θερσίτης καταρρέει. Η σκιά σου θα ζει στην έρημο των Ταρτάρων.
Ο Αχιλλέας τον σέρνει σαν έναν άχρηστο σάκο. Βγαίνει από τη σκηνή.
Σκηνή IV: Αχιλλέας, Πενθεσίλεια, Χορός γυναικών, Διομίδης, Αίας
Το κορμί της Πενθεσίλειας κείται στο κέντρο της σκηνής, μόνο. Μακρά σιωπή. Στη συνέχεια κάνει την είσοδό του ο χορός των γυναικών. Δύο γυναίκες ξεκινούν πρώτα με μεγάλη προφύλαξη. Αφού επιβεβαιώνουν ότι το πεδίο είναι ελεύθερο, κάνουν νεύμα και στις άλλες να προχωρήσουν που έχουν παραμείνει να παραμονεύουν στο σκοτάδι. Πλησιάζουν όλες και με κλεφτά βήματα σχηματίζοντας κύκλο γύρω από την Πενθεσίλεια. Την πλησιάζουν χωρίς, ωστόσο, να τολμούν να την αγγίξουν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο Διομήδης.
Διομήδης (συγκαταβατικός):
Εσύ, λοιπόν, είσαι η βασίλισσα των Αμαζόνων! Η πιο όμορφη γυναίκα-σελήνη… (Σιωπή) Ως άψυχο σώμα δεν βλέπω τίποτ’ άλλο από ένα ακόμη πτώμα, έναν άμβωνα αφιερωμένο στην αποσύνθεση… Πολύ κακό για το τίποτε! (Την πιάνει από το πόδι) Ο Αχιλλέας έκανε κομμάτια τον Θερσίτη, μόνο και μόνο για σένα… (Φτύνει πάνω της) Θαρρούσες ασφαλής μέσα στον θάνατο… (Οι γυναίκες είναι αγανακτισμένες) Τα δεινά σου, όμως, μακράν απέχουν του τέλους τους… (Πατώντας πάνω στο σώμα της Πενθεσίλειας) Μ’ ακούς; Δεν τελείωσαν όλα. Ο θάνατος είναι μόνον η αρχή, θα διαλύσω την ψυχή σου για πάντα. (Κοιτά τον χορό γυναικών) Τι περιμένετε για να την μεταφέρετε στη σκηνή μου; (Δεν κινούνται. Εκείνος προχωρά προς το μέρος τους) Να επαναλάβω τη διαταγή μου; Αν δεν υπακούσετε πάραυτα, θα σας δώσω βορά στ’ άλογά μου…(Οπισθοχωρούν όλες ως την άκρη της σκηνής) Ποιον φοβάστε; Ήγγικεν η ώρα της δικής της καταδίκης. Κι όσο γι’ αυτό, θ’ ασχοληθώ εγώ προσωπικά! (Αφαιρεί με βία το πέπλο που σκεπάζει το κορμί της Πενθεσίλειας, την αρπάζει από το πόδι, την περιστρέφει κι αρχίζει να την σέρνει προς την αντίθετη κατεύθυνση του χορού. Ο χορός ακολουθεί δίχως να λέει τίποτε. Εντελώς ξαφνικά, αρχίζουν όλες τους να ωρύονται) Τι έχετε όλες και σκούζετε έτσι;
Ο Αχιλλέας εμφανίζεται, έξαλλος.
Αχιλλέας: Διομήδη!
Διομήδης: Αχιλλέα;
Αχιλλέας: Διομήδη, άφησέ την αμέσως! Και υπόσχομαι να σε λυπηθώ!
Διομήδης: Με απειλείς;
Αχιλλέας: Δεν σε απειλώ. Σε προειδοποιώ. Η Πενθεσίλεια είναι υπό την προστασία μου.
Διομήδης: Δεν είναι παρά μόνο μια γυναίκα, κι επιπλέον μια Αμαζόνα, γιατί τόση προσήλωση;
Αχιλλέας: Είναι ιερή!
Διομήδης: Αυτή; Αυτή η σύμμαχος της Τροίας; Στραγγάλισες τον εξάδελφο μου τον Θερσίτη γι’ αυτή την…
Αχιλλέας (τον διακόπτει): Μια λέξη ακόμα και θα το μετανιώσεις οικτρά!
Ο Διομήδης πάει κάτι να πει, όταν φτάνει ο Αίας.
Αίας: Διομήδη, τι κάνεις; Η θέση σου είναι κοντά στους άντρες σου.
Διομήδης: Σας αφήνω. Εδώ είναι πανταχού παρών ο θάνατος.
Ο Διομήδης βγαίνει, ακολουθούμενος κατά πόδας από τις γυναίκες του Χορού..
Αίας: Τι συνέβη, Αχιλλέα;
Ο Αχιλλέας δεν απαντά. Πλησιάζει την Πενθεσίλεια και της λέει γέρνοντας.
Αχιλλέας: Είμ’ εδώ, γλυκιά μου.
Αίας: Έμαθα πως πέταξες την σκιά του Θερσίτη στα Τάρταρα.
Αχιλλέας: Η σκιά αυτή ήταν σκιά κενή φωτός… Ανήκε ήδη στα Τάρταρα.
Αίας: Ο θάνατος της Πενθεσίλειας σε φέρνει σ’ αυτή την κατάσταση;
(Ο Αχιλλέας, δίχως ούτε λέξη να πει, καλύπτει πάλι με το πέπλο το κορμί της Πενθεσίλειας) Σε προκάλεσε, Αχιλλέα, δεν έχεις εσύ ευθύνη!
Αχιλλέας: Εγώ φταίω για όλα! (Σιωπή) Ήξερα να την καταλάβω, μα δεν μπόρεσα να την προστατέψω. Υπέφερε…
Αίας: Πώς θα μπορούσες να την προστατέψεις; Σκότωσε πάνω από δέκα πολεμιστές μας…
Αχιλλέας: Όλο εκείνο το αίμα είναι που με τύφλωσε. (Σιωπή) Θα έπρεπε να της δείξω οίκτο…
Αίας: Μα αυτή ήταν που έχυσε όλο εκείνο το αίμα Εσύ όφειλες να την σκοτώσεις!
Αχιλλέας: Να σκοτώνεις δεν είναι καθήκον, μα επιλογή.
Αίας: Μόνον που το πεπρωμένο δεν σου έδωσε άλλη επιλογή!
Ο Αχιλλέας γέρνει και πάλι πάνω στην Πενθεσίλεια.
Αχιλλέας: Αγάπη μου…
Αίας: Την αγαπάς;
Αχιλλέας: Τη φορά τούτη δεν είχα επιλογή.
Αίας: Μα είναι νεκρή, Αχιλλέα, είναι νεκρή! (Σιωπή) Δεν μπορείς ν’ αγαπάς μια νεκρή.
Αχιλλέας: Ο έρωτας είναι πιο ισχυρός. Ο θάνατος διαρκεί μια στιγμή μόνο. Τη στιγμή ενός αναστεναγμού. Ήμασταν φτιαγμένοι για να συναντήσουμε ο ένας τον άλλον. Θα συναντηθούμε!
Αίας: Αχιλλέα, παραληρείς;
Αχιλλέας: Όχι, Αία! Όλοι όσοι αγαπώ είναι νεκροί: ο Πάτροκλος είναι νεκρός μέσα σ’ αυτό που φαίνομαι, η Πενθεσίλεια σ’ αυτό που είμαι.
Αίας: Δεν είσαι συ ο ένοχος! Ο Πάτροκλος δεν μπόρεσε ν’ αντέξει το βάρος της φωτιάς και η Πενθεσίλεια τη θέα της φωτιάς.
Αχιλλέας: Είμαι ένοχος γιατί είμαι φωτιά!
Αίας: Είσαι φως, είσαι ο ήλιος μας!
Αχιλλέας: Τότε είναι ο καιρός μου να σβήσω. (Σιωπή) Το λυκόφως μου άρχισε ήδη… (Σιωπή) Πρώτα, όμως, οφείλω ν’ ασχοληθώ με την ταφή της Πενθεσίλειας.
Αίας (γεμάτος συμπόνια): Πάω να βρω τον Οδυσσέα. Είναι ο πιο κατάλληλος να σε εξαγνίσει.
Ο Αίας φεύγει από τη σκηνή. Ο Αχιλλέας αποθέτει το κορμί της Πενθεσίλειας στη βάση του μνημείου. Ο Αχιλλέας είναι μόνος μπροστά στο κορμί της Πενθεσίλειας και στο μνημείο του Πατρόκλου.
Αχιλλέας:
Το συντομότερο δυνατόν, θα βάλω πλώρη για τη Λέσβο κι εκεί θα κάνω θυσίες στον Απόλλωνα, στην Αρτέμιδα και στη Λητώ. Θα πλεύσω πάνω στα κύματα των δακρύων, θα χύσω πάνω στη γη μας ό,τι απέμεινε από την ψυχή μου… Νιώθω, βαθιά μέσα μου, μια απέραντη εξάντληση από τούτη την κενή νοήματος ζωή. Έχασα τον φίλο μου, έχασα την αγάπη μου, δεν μου απομένει παρά να χάσω και τη ζωή μου.
Σκηνή V: Αχιλλέας, Οδυσσέας
Ο Οδυσσέας μπαίνει στη σκηνή. Η ευφυΐα του φωτίζει τη σκηνή. Είν’ ένας ήλιος καινούργιος.
Οδυσσέας: Δεν είσαι μόνος, Αχιλλέα, εγώ είμαι μαζί σου!
Αχιλλέας: Οδυσσέα! Ευχαριστώ που ήρθες τόσο γρήγορα. (Σιωπή) Ήξερα πως μπορώ να υπολογίζω σε σένα. Μόνο που, καταλαβαίνεις, είμαι λίγο…
Οδυσσέας (τον διακόπτει): Εγώ! Το ξέρω, Αχιλλέα, η ύπαρξή μας είναι Ένα!
Αχιλλέας: Μολονότι είμαστε σε όλα διαφορετικοί: οργή και γαλήνη, πάθος και συμπόνια.
Οδυσσέας: Είμαστε πρώτα κι ύστερα η ίδια ύπαρξη.
Αχιλλέας: Έτσι τα ξέρεις όλα για μένα!
Οδυσσέας: Είμαι η ψυχή σου…
Αχιλλέας: Φλεγόμαστε από την ίδια φωτιά.
Οδυσσέας: Και ξέρω πόσο υποφέρεις…
Ο Οδυσσέας πλησιάζει τον Αχιλλέα και του πιάνει τον ώμο. Ο Αχιλλέας ανασηκώνεται και του πιάνει κι εκείνος τον ώμο.
Αχιλλέας: Είσαι, το δίχως άλλο, ο μόνος που με καταλαβαίνει. (Σιωπή) Η Πενθεσίλεια είναι η στιγμή της ειρήνης που γνώρισα μέσα σε τούτο τον πόλεμο.
Οδυσσέας: Η συνάντηση με την Πενθεσίλεια, είναι το ορόσημο στη ζωή σου.
Αχιλλέας: Είναι και η αρχή του θανάτου μου…
Οδυσσέας: Η ζωή είναι η αρχή του θανάτου!
Αχιλλέας: Οδυσσέα, νιώθω κοντά σου όλο και πιο πολύ.
Οδυσσέας: Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε που εκπλήσσει, Αχιλλέα, εσύ γίνεσαι εγώ κι εγώ εσύ!
Αχιλλέας: Δίχως αμφιβολία, γι’ αυτό τα λόγια σου είναι τα μόνα λόγια που με ανακουφίζουν.
Οδυσσέας: Είναι το ίδιον της αντανάκλασης πάνω σου…
Αχιλλέας: Μετά τον θάνατο του Πατρόκλου και της Πενθεσίλειας, νιώθω ο ίδιος καταδικασμένος.
Οδυσσέας: Τούτο δεν είναι καταδίκη, Αχιλλέα, είναι απελευθέρωση. Τώρα, ξέρεις, εσύ ο ισόθεος, πως το ίδιον του ανθρώπινου μεγαλείου προέρχεται από τη θνητή μας φύση. (Σιωπή) Όσο για τη σκέψη σου, θα ζει μέσ’ από μένα.
Αχιλλέας: Θα ξαναζήσω μέσα σου, λοιπόν;
Οδυσσέας: Ναι, Αχιλλέα, τώρα έχεις το δικαίωμα να ξέρεις.
Αχιλλέας: Σ’ αυτή την περίπτωση, είσαι συ, Οδυσσέα, σαν άλλος Άτλας, που θα βαστάξεις τους πόνους μου στο εξής.
Οδυσσέας: Το ξέρω, Αχιλλέα. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ.
Αχιλλέας: Έτσι ο εξαγνισμός μου δεν ήταν παρά μόνον πρόσχημα.
Οδυσσέας: Κατά κάποιον τρόπο· εν πάση περιπτώσει, δεν έχει τη συνήθη έννοια… ο Θερσίτης δεν είχε τίποτε ελληνικό. (Χρόνος) Ρίχνοντάς τον στα Τάρταρα, ελευθέρωσες την Ελλάδα από έναν εχθρό.
Αχιλλέας: Οδυσσέα, όμως είσαι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος… (Σιωπή) Και δεν καταφέρνω να εννοήσω όλες σου τις σκέψεις.
Οδυσσέας: Οφείλεις να αρκεστείς στο να με βοηθήσεις να σε καταλάβω. Έτσι, με μια εμβάπτιση, όλα θα λάβουν ένα νόημα νέο.
Αχιλλέας: Οφείλω, λοιπόν, να βυθιστώ μέσα στα βάθη της σκέψης σου. (Ο Οδυσσέας κλονίζεται) Τι έχεις, Οδυσσέα;
Οδυσσέας: Φτάνω σχεδόν στη γνώση…
Αχιλλέας: Πώς μπορείς να το αντέχεις αυτό;
Οδυσσέας: Δεν είν’ αυτό το θέμα. (Χρόνος) Γεννήθηκα γι’ αυτό, είναι μια ανάγκη.
Αχιλλέας: Γεννήθηκες για ν’ αντέχεις τα βάσανά μου; Εγώ δεν…
Οδυσσέας (τον διακόπτει): Πάψε να βασανίζεσαι. (Σιωπή) Πες, απλώς, πως δεν μπορεί όλος ο κόσμος να κοιτάζει τον ήλιο.
Αχιλλέας: Έχεις δίκιο, απέναντι στον ήλιο, υπάρχουν μόνο δύο δυνατές επιλογές: ο φόβος και ο θαυμασμός.
Οδυσσέας: Δεν πρέπει να τους φθονείς. Είμαστε μόνοι, τούτο χρειάζεται να ξέρεις.
Αχιλλέας: Η μοναξιά σου, Οδυσσέα, θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλη, ακόμη μεγαλύτερη από τη δική μου.
Οδυσσέας: Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αγαπάς την ανθρωπότητα.
Αχιλλέας: Η θεά Αθηνά, η προστάτιδά μας, είθε να σε φροντίζει σ’ αυτή τη νέα δοκιμασία. (Σιωπή)
Οδυσσέας: Είναι πανταχού παρούσα στο πνεύμα μου.
Αχιλλέας: Η καρδιά μου είναι λαβωμένη για πάντα, Οδυσσέα, μα εσύ μπόρεσες να ανακουφίσεις την ψυχή μου. (Σιωπή. Γέρνει για μια τελευταία φορά πάνω στην Πενθεσίλεια) Βοήθησέ με να σηκώσω το δώρο της ζωής μου.
Ο Οδυσσέας γέρνει κι εκείνος, δίχως να λέει τίποτε. Τώρα, έχουν γίνει μόνον ένας. Την παίρνουν στην αγκαλιά τους και σηκώνουν το κορμί της. Προχωρούν δίπλα-δίπλα και καταλήγουν στην άκρη της σκηνής. Με δάκρυα στα μάτια, με μια τελευταία προσπάθεια, υψώνουν πολύ ψηλά τα χέρια.
Αχιλλέας και Οδυσσέας: Θεοί, ιδού το έσχατο δώρο!
Αυλαία.
Πηγή: http://www.lygeros.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου