Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Οι Δίκαιοι, του Albert Camus


Περίληψη του έργου:

«Η ιστορία των δικαίων εκτυλίσσεται στην Μόσχα του 1906. Ο συγγραφέας εμβαθύνει στα κίνητρα και στις εσωτερικές συγκρούσεις μιας ομάδας επαναστατών, οι οποίοι σχεδιάζουν και πραγματοποιούν μια δολοφονία, προχωρώντας σε μια απαράμιλλη ανατομία της ανθρώπινης ψυχής.»

ΣΤΕΠΑΝ: Θέλω να ρίξω εγώ τη βόμβα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Όχι, Στεπάν. Αυτοί που θα ρίξουν τη βόμβα έχουν πια ορισθεί.
ΣΤΕΠΑΝ: Σε παρακαλώ. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για 'μένα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Όχι. Η πειθαρχία είναι πειθαρχία. (Σιωπή). Εξάλλου, δεν πρόκειται να ρίξω εγώ τη βόμβα. Εγώ θα περιμένω εδώ. Η πειθαρχία είναι σκληρό πράγμα.
ΣΤΕΠΑΝ: Ποιος θα ρίξει την πρώτη βόμβα;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Εγώ. Ο Βόϊνοφ θα ρίξει τη δεύτερη.
ΣΤΕΠΑΝ: Εσύ;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Σε εκπλήσσει αυτό; Δε μου έχεις, λοιπόν, εμπιστοσύνη;
ΣΤΕΠΑΝ: Μα γι' αυτό το πράγμα χρειάζεται πείρα.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Πείρα; Ξέρεις πολύ καλά πως τη βόμβα δε τη ρίχνουν παρά μια μονάχα φορά, κ' ύστερα...Κανείς δεν την έχει ρίξει δυο φορές.
ΣΤΕΠΑΝ: Χρειάζεται σταθερό χέρι.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Δείχνοντας το χέρι του). Κοίτα. Πιστεύεις πως το χέρι μου τρέμει;

(Ο Στεπάν στρέφει το πρόσωπο του αλλού)

ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Δε θα τρέμει. Μα τι! Θα έχω τον τύραννο μπροστά μου και θα διστάσω; Πως μπορείς να πιστεύεις κάτι τέτοιο; Και αν ακόμη το χέρι μου έτρεμε, ξέρω ένα τρόπο για να σκοτώσω το μεγάλο δούκα στα σίγουρα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Ποιος είναι αυτός ο τρόπος;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Θα ριχτώ κάτω από τα πόδια των αλόγων.

(Ο Στεπάν σηκώνει τους ώμους και πάει και κάθεται στο βάθος του δωματίου)

ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Όχι, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να προσπαθήσεις να φύγεις. Η οργάνωση σε χρειάζεται, πρέπει να φυλαχτείς.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Θα υπακούσω, Μπόρια! Τι τιμή, τι τιμή για 'μένα! Ω, θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος αυτής της τιμής!
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Στεπάν, εσύ θα είσαι στο δρόμο, όσην ώρα ο Γιάνεκ και ο Αλέξης θα περιμένουν την άμαξα. Θα περάσεις, ήσυχα-ήσυχα μπρος από τα παράθυρα μας και θα μας κάνεις σινιάλο. Η Ντόρα κι εγώ θα περιμένουμε εδώ για να πετάξουμε τις προκηρύξεις. Αν έχουμε λίγη τύχη, ο μεγάλος δούκας θα πεθάνει.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Με έξαρση). Ναι, θα τον σκοτώσω! Τι ευτυχία αν πετύχω! Ο μεγάλος δούκας δεν είναι τίποτα. Πρέπει να χτυπήσουμε πιο ψηλά!
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Πρέπει, πρώτα, να χτυπήσουμε το μεγάλο δούκα.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Και αν αποτύχω, Μπόρια; Θα πρέπει, τότε, να κάνω ό,τι κάνουν και οι Γιαπωνέζοι.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Τι θες να πεις;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Οι Γιαπωνέζοι, στον πόλεμο, ποτέ δεν παραδίνονταν. Αυτοκτονούσαν.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Όχι. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι την αυτοκτονία.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Μα γιατί;
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Θα ξαναγυρίσεις πάλι κοντά μας.
ΣΤΕΠΑΝ: (Μιλώντας από το βάθος του δωματίου). Για ν' αυτοκτονήσει κανείς, πρέπει ν' αγαπάει πάρα πολύ τον εαυτό του. Ένας πραγματικός επαναστάτης δε μπορεί ν' αγαπάει τον εαυτό του.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Γυρίζοντας προς το μέρος του Στεπάν, με έμφαση). Ένας αληθινός επαναστάτης; Γιατί μου φέρνεσαι έτσι; Τι σου έχω κάνει;
ΣΤΕΠΑΝ: Δεν αγαπάω αυτούς που γίνονται επαναστάτες γιατί πλήττουν.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Στεπάν!
ΣΤΕΠΑΝ: (Σηκώνεται πάνω και πλησιάζει τον Αννένκοφ και τον Καλιάγιεφ). Ναι, είμαι βάναυσος. Για 'μένα, όμως, το μίσος δεν είναι παιχνίδι. Δε βρισκόμαστ' εδώ για να θαυμάζουμε τους εαυτούς μας. Βρισκόμαστ' εδώ για να πετύχουμε.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Ήρεμα). Γιατί με προσβάλλεις; Ποιος σου 'πε πως έγινα επαναστάτης επειδή έπληττα;
ΣΤΕΠΑΝ: Δεν ξέρω. Αλλάζεις τα συνθηματικά χτυπήματα του κουδουνιού, σου αρέσει να παίζεις το ρόλο του γυρολόγου, απαγγέλλεις στίχους, θέλεις να ριχτείς κάτω από τα πόδια των αλόγων, και, τώρα, μιλάς για αυτοκτονία...(Τον κοιτάζει στα μάτια). Δεν σου έχω εμπιστοσύνη.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Συγκρατώντας τον εαυτό του). Αδελφέ μου, δε με ξέρεις. Αγαπώ τη ζωή. Δεν πλήττω. Έγινα επαναστάτης γιατί αγαπώ τη ζωή.
ΣΤΕΠΑΝ: Δεν αγαπώ τη ζωή, αλλά τη δικαιοσύνη, που είναι πάνω από τη ζωή.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Με καταφανή προσπάθεια). Ο καθένας υπηρετεί τη δικαιοσύνη όπως μπορεί. Πρέπει να παραδεχτείς πως είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Πρέπει να είμαστε αγαπημένοι αν μπορούμε.
ΣΤΕΠΑΝ: Δε μπορούμε.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Ξεσπώντας). Μα, τότε, τι θες ανάμεσα μας;
ΣΤΕΠΑΝ: Ήρθα για να σκοτώσω έναν άνθρωπο και όχι για να τον αγαπήσω, ούτε για να επευφημήσω τη διαφορά μου με χωρίζει από αυτόν.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Βίαια). Δε θα τον σκοτώσεις μοναχός σου, ούτε εν ονόματι του τίποτα. Θα τον σκοτώσεις μαζί με 'μας και εν ονόματι του ρωσικού λαού. Να, ποια είναι η δικαίωση σου.
ΣΤΕΠΑΝ: (Με βιαιότητα κι αυτός). Δεν έχω ανάγκη από δικαίωση. Δικαιώθηκα σε μια νύχτα μέσα, και για πάντα, εδώ και τρία χρόνια, στα κάτεργα. Και δε θ' ανεχθώ...
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Αρκετά! Είσαστε, λοιπόν, τρελλοί; Ξεχάσατε ποιοί είμαστε; Είμαστε αδέρφια. Ό,τι είναι ο ένας, είναι και ο άλλος. Ο σκοπός μας είναι ένας: το χτύπημα των τυράννων για ν' απελευθερωθεί η χώρα! Σκοτώνουμε μαζί και τίποτα δε μπορεί να μας χωρίσει. (Σιωπή. Τους κοιτάζει). Έλα, Στεπάν, πρέπει να συνεννοηθούμε για τα συνθήματα...

(Ο Στεπάν φεύγει).

ΑΝΝΕΝΚΟΦ: (Στον Καλιάγιεφ). Δεν είναι τίποτα. Ο Στεπάν έχει υποφέρει πολύ. Θα του μιλήσω εγώ.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Πολύ ωχρός). Με πρόσβαλε, Μπόρια.

(Μπαίνει η Ντόρα).

ΝΤΟΡΑ: (Κοιτάζοντας τον Καλιάγιεφ). Τι συμβαίνει;
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Τίποτα.

(Ο Αννένκοφ φεύγει).

ΝΤΟΡΑ: (Στον Καλιάγιεφ). Τι συμβαίνει;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ακόμη δεν ήρθε και τσακωθήκαμε κιόλας. Ο Στεπάν δε μ' αγαπά.

(Η Ντόρα κάθεται σιωπηλή. Ύστερα από λίγο).

ΝΤΟΡΑ: Νομίζω πως δεν αγαπά κανέναν. Όταν θα τελειώσουν όλα, θα είναι πιο ευτυχισμένος. Μη λυπάσαι.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Και, όμως, λυπάμαι. Νιώθω την ανάγκη να με αγαπάτε όλοι σας. Παράτησα τα πάντα για την Οργάνωση. Πως να υποφέρω τους αδελφούς μου, όταν με αποστρέφονται; Μερικές φορές, έχω την εντύπωση ότι δε με καταλαβαίνουν. Είναι λάθος μου; Είμαι αδέξιος, το ξέρω...
ΝΤΟΡΑ: Σ' αγαπούν και σε καταλαβαίνουν. Μόνο, να, ο Στεπάν είναι διαφορετικός.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Όχι. Ξέρω τι σκέφτεται. Ο Σβάιτσερ το είχε πει πρώτος: «Πάρα πολύ παράξενος για επαναστάτης». Θα ήθελα να τους εξηγήσω πως δεν είμαι παράξενος. Με βρίσκουν λίγο τρελλό, πάρα πολύ αυθόρμητον. Πιστεύω, ωστόσο, κι εγώ, όπως κι αυτοί, στην ιδέα. Θέλω να θυσιαστώ, όπως κι αυτοί. Μπορώ κι εγώ να είμαι σαν κι αυτούς: επιδέξιος, σιωπηλός, εχέμυθος, ενεργητικός. Μόνο, να, η ζωή εξακολουθεί να μου φαίνεται υπέροχη. Αγαπώ την ομορφιά, αγαπώ την ευτυχία! Γι' αυτό μισώ το δεσποτισμό. Πως να τους εξηγήσω; Επανάσταση! Σύμφωνοι. Επανάσταση, όμως, για χάρη της ζωής, επανάσταση για να γίνει χαρούμενη η ζωή, καταλαβαίνεις;
ΝΤΟΡΑ: (Με ορμή). Ναι...(πιο χαμηλόφωνα, ύστερ' από μερικές στιγμές σιωπής). Κι ωστόσο σκορπίζουμε το θάνατο.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ποιοι, εμείς; Α, θέλεις να πεις...Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ω, όχι, δεν είναι το ίδιο πράγμα! Κι ύστερα, εμείς σκοτώνουμε για να χτίσουμε έναν κόσμο, όπου κανείς πια δε θα σκοτώνει! Δεχόμαστε να γίνουμε εγκληματίες για να γεμίσει, επιτέλους, η ζωή από αθώους.
ΝΤΟΡΑ: Κι αν δε γινόταν αυτό;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Σώπα, ξέρεις πως αυτό είναι αδύνατο. Αν δε γινόταν αυτό, θα είχε δίκιο ο Στεπάν. Και τότε θα έπρεπε να φτύσουμε πάνω στο πρόσωπο της ομορφιάς.
ΝΤΟΡΑ: Είμαι πιο παλιά από 'σένα στην Οργάνωση. Ξέρω πως τίποτα δεν είναι απλό. Έχεις, όμως, την πίστη...Όλοι μας έχουμε ανάγκη από πίστη.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Η πίστη; Όχι. Ένας μονάχα την είχε.
ΝΤΟΡΑ: Έχεις δυνατή ψυχή. Και είμαι σίγουρη πως θα παραμερίσεις τα πάντα για να φτάσεις ως το τέλος. Γιατί ζήτησες να ρίξεις την πρώτη βόμβα;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Μπορεί κανείς να μιλά για τρομοκρατική δράση χωρίς να παίρνει μέρος σ' αυτήν;
ΝΤΟΡΑ: Όχι.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Πρέπει να είναι κανείς στην πρώτη γραμμή.
ΝΤΟΡΑ: (Που φαίνεται σαν να σκέφτεται). Ναι. Υπάρχει η πρώτη γραμμή και υπάρχει και η τελευταία στιγμή. Πρέπει να το 'χουμε υπόψη μας αυτό. Στην τελευταία στιγμή χρειάζεται θάρρος, χρειάζεται έξαρση. Κι έχουμε πάντα ανάγκη από έξαρση, έχεις πάντα ανάγκη από έξαρση, Ιβάν.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Εδώ κι ένα χρόνο δε σκέφτομαι τίποτε άλλο. Γι' αυτή τη στιγμή έζησα ως τώρα. Και ξέρω, τώρα, πως θα ήθελα να μείνω στον τόπο, δίπλα στο μεγάλο δούκα. Να χύσω το αίμα μου ως την τελευταία του σταγόνα, ή, καλύτερα, να καώ μονομιάς στη φλόγα της έκρηξης και να μην αφήσω τίποτα πίσω μου. Καταλαβαίνεις γιατί ζήτησα να ρίξω τη βόμβα; Το να πεθάνει κανείς για την ιδέα, είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει φτάσει το μεγαλείο της ιδέας. Αυτό είναι η δικαίωση.
ΝΤΟΡΑ: Κι εγώ τον επιθυμώ αυτόν τον θάνατο.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ναι, είναι μια ευτυχία, που μπορεί κανείς να τη ζηλεύει. Τη νύχτα, καμιά φορά, στριφογυρίζω μέσ' στο αχερόστρωμα του γυρολόγου. Μια σκέψη με αναστατώνει: μας έχουν κάνει δολοφόνους. Σκέφτομαι, όμως, την ίδια στιγμή, πως θα πεθάνω, και, τότε, η καρδιά μου γαληνεύει. Ύστερα, χαμογελώ και ξανακοιμάμαι σαν παιδί.
ΝΤΟΡΑ: Είναι καλά, έτσι Γιάνεκ. Να σκοτώσεις και να πεθάνεις. Εγώ, όμως, πιστεύω πως υπάρχει μια πιο μεγάλη ακόμη ευτυχία. (Σιωπή για λίγο. Ο Καλιάγιεφ την κοιτάζει προσεκτικά. Η Ντόρα χαμηλώνει τα μάτια). Το ικρίωμα.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Με πάθος). Το έχω σκεφτεί κι αυτό. Ο θάνατος τη στιγμή της απόπειρας είναι κάτι το μισοτελειωμένο. Ανάμεσα στην απόπειρα, αντίθετα, και το ικρίωμα μεσολαβεί μια ολόκληρη αιωνιότητα, η μόνη, ίσως, που υπάρχει για τον άνθρωπο.
ΝΤΟΡΑ: (Με φωνή επίμονη, πιάνοντας τα χέρια του Καλιάγιεφ). Η σκέψη είναι εκείνη που πρέπει να σε βοηθήσει. Πληρώνουμε περισσότερα απ' όσα χρωστάμε.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Τι θες να πεις;
ΝΤΟΡΑ: Είμαστε υποχρεωμένοι να σκοτώσουμε, δεν είν' έτσι; Δε θυσιάζουμε θαρραλέα μια ζωή, τη μονάκριβη μας ζωή;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ναι.
ΝΤΟΡΑ: Όταν πηγαίνει, όμως, κανείς να κάνει την απόπειρα και ύστερα πηγαίνει στο ικρίωμα, είναι σαν να θυσιάζει τη ζωή του δυο φορές. Πληρώνουμε περισσότερα απ' όσα χρωστάμε.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ναι, μ' αυτό τον τρόπο πεθαίνει κανείς δυο φορές. Ευχαριστώ, Ντόρα. Κανείς δε μπορεί να μας κατηγορήσει για τίποτα. Τώρα, είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου. (Σιωπή). Τι έχεις, Ντόρα, δε λες τίποτα;
ΝΤΟΡΑ: Θα ήθελα να σε βοηθήσω ακόμη πιο πολύ. Μόνο...
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Μόνο;
ΝΤΟΡΑ: Όχι, δεν είμαι τρελλή.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Δε μ' εμπιστεύεσαι;
ΝΤΟΡΑ: Ω, όχι, αγαπημένε μου, τον εαυτό μου δεν εμπιστεύομαι. Από τότε που σκοτώθηκε ο Σβάιτσερ, ώρες-ώρες, μου έρχονται στο μυαλό κάτι παράξενες ιδέες. Κ' ύστερα, δεν είναι δική μου δουλειά να σου πω ποια θα είναι η δυσκολία που θα αντιμετωπίσεις.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ξέρεις πως μ' αρέσει κάθε τι που είναι δύσκολο. Αν μ' εκτιμάς, μίλησε μου.
ΝΤΟΡΑ: (Κοιτάζοντας στα μάτια τον Καλιάγιεφ). Ξέρω. Είσαι θαρραλέος. Αυτό είν' εκείνο που με ανησυχεί. Γελάς, ενθουσιάζεσαι, βαδίζεις στη θυσία γεμάτος χαρά. Σε λίγες ώρες, ωστόσο, θα πρέπει να βγεις από αυτό το όνειρο και να δράσεις. Ίσως θα πρέπει καλύτερα να μιλήσουμε γι' αυτό προκαταβολικά...για ν' αποφύγεις καμιάν έκπληξη, καμιά λιποψυχία...
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Δε θα λιποψυχήσω. Πες μου αυτό που σκέφτεσαι.
ΝΤΟΡΑ: Ε, λοιπόν, η απόπειρα, το ικρίωμα, ο διπλός θάνατος είναι το πιο εύκολο πράγμα. Η καρδιά σου θ' αντέξει. Η πρώτη, όμως, γραμμή...(Σωπαίνει, τον κοιτάζει καλά-καλά και φαίνεται σαν να διστάζει). Στην πρώτη γραμμή, θα τον δεις...
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ποιον;
ΝΤΟΡΑ: Το μεγάλο δούκα.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Μόλις για ένα δευτερόλεπτο.
ΝΤΟΡΑ: Θα τον δεις ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο! Ώ, Γιάνεκ, πρέπει να ξέρεις, πρέπει να το 'χεις υπόψη σου! Ένας άνθρωπος είν' ένας άνθρωπος. Ίσως, ο μεγάλος δούκας να έχει μάτια συμπαθητικά. Θα τον δεις να ξύνει το αυτί του, ή να γελά χαρούμενα. Ποιος ξέρει, μπορεί, ίσως, να έχει κανένα μικρό κόψιμο στο μάγουλο από το ξυράφι. Κι αν σε κοιτάξει αυτή τη στιγμή...
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Δεν είναι ο μεγάλος δούκας που σκοτώνω. Σκοτώνω το δεσποτισμό!
ΝΤΟΡΑ: Βέβαια, βέβαια. Πρέπει να σκοτώσεις το δεσποτισμό. Θα ετοιμάσω τη βόμβα κι όταν θα σφραγίζω τον πυροσωλήνα, ξέρεις, στην πιο δύσκολη στιγμή, όταν τα νεύρα είναι τεντωμένα, θα νιώθω μια παράξενη χαρά στην καρδιά. Το μεγάλο δούκα, όμως, δεν τον ξέρω και η προετοιμασία της βόμβας θα ήταν για 'μένα μια δουλειά λιγότερο εύκολη, αν την ώρα που θα γινόταν, βρισκόταν καθισμένος μπροστά μου. Εσύ θα τον δεις από κοντά, από πολύ κοντά...
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Με ορμή). Δε θα τον δω!
ΝΤΟΡΑ: Πως; Θα κλείσεις τα μάτια;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Όχι. Με τη βοήθεια, όμως, του θεού, θα με πλημμυρίσει, στην κατάλληλη στιγμή, το μίσος και θα με τυφλώσει.

(Χτυπούν το κουδούνι μ' ένα μονάχα χτύπημα. Ο Καλιάγιεφ και η Ντόρα μένουν ακίνητοι. Μπαίνουν ο Στεπάν και ο Βόϊνοφ. Φωνές στον προθάλαμο. Μπαίνει ο Αννένκοφ).

ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Είναι ο θυρωρός. Ο μεγάλος δούκας θα πάει στο θέατρο αύριο. (Τους κοιτάζει). Πρέπει να είναι όλα έτοιμα, Ντόρα.
ΝΤΟΡΑ: (Με υπόκωφη φωνή). Ναι. (Φεύγει, σιγά-σιγά).
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Την κοιτάζει που φεύγει και, στρέφοντας προς το Στεπάν, λέει με ήρεμη φωνή). Θα τον σκοτώσω. Με χαρά!


(Ήταν ένα απόσπασμα από το έργο του Albert Camus, ''Οι Δίκαοι''. Ολόκληρο το έργο μπορείτε να το διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο, από τον οποίο είναι και το παραπάνω απόσπασμα).
https://lygeros.org/wp-content/uploads/2020/01/section_Camus_Camus_oi_dikaioi-les_justes-TradGr.pdf
Άλλοι σχετικοί σύνδεσμοι:
https://www.ianos.gr/oi-dikaioi-0041995.html#tab-description
http://tvxs.gr/news/%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF/%C2%AB%CE%BF%CE%B9-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CE%B9%C2%BB-%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου