Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Η αστρονομία του Αναξιμάνδρου (μέρος 1ο)



   Ανάμεσα στους κορυφαίους των Ιώνων φιλοσόφων, που επεκράτησε στη φιλοσοφική – φιλολογική πρακτική να αποκαλούνται «προσωκρατικοί», συγκαταλέγεται και ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, όχι απλώς μαθητής αλλά και συγγενής του διασημότερου συμπατριώτη του, του Θαλή, περί δεκαπέντε χρόνια νεώτερός του. Ο Αναξίμανδρος , γιος του Πραξιάδη, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Μίλητο, όπου και απεβίωσε το 546 ή 545 π.Χ. (κατ’ άλλους το 540 π.Χ.) σε ηλικία 64 ετών. Ταξίδεψε ωστόσο σε πολλά μέρη: στις χώρες του Εύξεινου Πόντου, στην Αίγυπτο και στη Βαβυλώνα, στα νησιά του Αιγαίου και στην κυρίως Ελλάδα. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και, αντίθετα από τον δάσκαλό του, έχαιρε της αναγνωρίσεως και του σεβασμού των συμπολιτών του από την αρχή, ως δημόσια προσωπικότητα. Ο Αιλιανός μάλιστα αναφέρει ότι τον όρισαν αρχηγό της αποστολής αποικισμού στην Ανατολική Θράκη, όπου οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Απολλωνία. Η εμφάνιση στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο σημαντικών μορφών, με δεδομένες και απτές συνεισφορές στην παγκόσμια κατανόηση του φυσικού κόσμου, δεν είναι ασφαλώς τυχαία, αλλά αντανακλά την παρουσία ενός γενικότερου πνευματικού περιβάλλοντος που ευνοούσε την ελεύθερη σκέψη.


   Μολονότι ο άνθρωπος ενστικτωδώς εφήρμοζε τους νόμους της Φυσικής ή τις αρχές της Γεωμετρίας από την πρώτη παρουσία του πάνω στη Γη, όπως στη ρίψη μιας πέτρας, του ακοντίου ή του βέλους, στην κατασκευή πυραμίδων και στην οριοθέτηση των αγροτεμαχίων μετά τις πλημμύρες του Νείλου, ή στην κατασκευή αρδευτικών συστημάτων στη Μεσοποταμία, οι απαρχές εκείνου που ονομάζουμε σήμερα Επιστήμη με την έννοια του αγγλικού όρου science, ο οποίος αναφέρεται στις Φυσικές Επιστήμες και μόνο, εντοπίζονται στις μεγάλες πόλεις της Ιωνίας του έκτου προχριστιανικού αιώνα, με τη μορφή της Φυσικής Φιλοσοφίας. Η ακμή της ναυτιλίας και του εμπορίου υπήρξε ταυτόχρονα το οικονομικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη των γραμμάτων, των τεχνών και της Φιλοσοφίας, αλλά και η εκδήλωση, στον οικονομικό τομέα, του ίδιου πνεύματος των ανθρώπων που δημιούργησε την επιστημονική σκέψη, αν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι από όλες τις οικονομικές δραστηριότητες οι συγκεκριμένες απαιτούν, θα λέγαμε, ανήσυχο, εύστροφο, ερευνητικό και δύσπιστο πνεύμα, καθώς και τάση προς την επέκταση, την εξερεύνηση και την ανακάλυψη, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα τη σκέψη των Ελλήνων.

   Με τη λέξη «Επιστήμη» δεν εννοούμε τόσο τη συστηματοποίηση και τη συσσώρευση όγκου γνώσεων και σχετικώς ακριβώς παρατηρησιακών δεδομένων, πρακτικές που συνοδεύουν π.χ. και τη μελέτη των πλανητικών κινήσεων από τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας αιώνες πριν. Οι στοχαστές της Ιωνίας προχώρησαν πέρα από αυτό το στάδιο, στην απόπειρα ερμηνείας του κόσμου που μας περιβάλει και των φυσικών φαινομένων, προσπαθώντας να απαντήσουν στα βασικά ερωτήματα της απαρχής και της δομής του Σύμπαντος. Κατά την προσπάθεια τους αυτή προκάλεσαν μια από τις σημαντικότερες διανοητικές επαναστάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητος, όταν απετόλμησαν για πρώτη φορά της αποσύζευξη του μύθου και του μυθολογικού στοιχείου από τη λογική τους ανάλυση του φυσικού κόσμου, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του ορθολογισμού. Η πορεία που άρχισε με αυτό τον τρόπο επέφερε τη σύγκρουση με τη μαγεία, τις προλήψεις, τη δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία, περιορίζοντας τη θρησκεία στα σωστά της ορθολογικά όρια. Σύμφωνα με τα λόγια του καθηγητού της Αστρονομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νικολάου Σπύρου, από την εποχή που εμφανίσθηκαν οι φιλόσοφοι στην αρχαία Ιωνία «…εμφανίσθηκε η μεγάλη ιδέα, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι……πρέπει να υπάρχουν αρχές, δυνάμεις, φυσικοί νόμοι που μπορούν να κατανοηθούν χωρίς να είναι απαραίτητο π.χ. η πτώση ενός πουλιού να αποδοθεί στην απ’ ευθείας παρέμβαση του Διός. Η Ιωνία, λοιπόν, ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε επιστήμη και όπου μεταξύ 600 και 400 π.Χ. συνέβη η μεγάλη επανάσταση στην ανθρώπινη σκέψη».

   Από τις μεγάλες πόλεις της Ιωνίας, η Μίλητος ξεχώριζε από κάθε πλευρά. Τρεις αιώνες και πλέον πριν τη γέννηση του Αναξίμανδρου ήταν ήδη η πλουσιότερη πόλη των ακτών του Αιγαίου, ενώ κατά την τυραννία του Θρασύβουλου (καμιά σχέση με τον Αθηναίο που αποτακέστησε τη δημοκρατία στην Αθήνα μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο), «τυράννου υπερόπτη αλλά ευστρόφου», τον έκτο αιώνα π.Χ., η Μίλητος αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα όχι μόνο της βιοτεχνίας (ιδίως της υφαντουργίας) και του εμπορίου, αλλά και της Τέχνης, της Λογοτεχνίας και της Φιλοσοφίας. Οι Μιλήσιοι είχαν ιδρύσει ογδόντα μικρές και μεγάλες αποικίες στα βόρεια και ανατολικά παράλια του Αιγαίου. Στα γειτονικά νησιά και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο ήταν ονομαστή η ευμάρεια και η ενεργητικότητά τους. Ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα η μόρφωση μέχρι τότε δεν ξεχώριζε και πολύ από τη γνώση της Μυθολογίας, στη Μίλητο ο Θαλής ίδρυε την πρώτη άτυπη φιλοσοφική σχολή, τη φυσιοκρατική.

   Ο Αναξίμανδρος υπήρξε ο μοναδικός ίσως αξιόλογος μαθητής του Θαλή, και ως ένα βαθμό συνέχισε τις έρευνες του δασκάλου του, θέτοντας σε επιστημονικότερες βάσεις τη Φυσική Φιλοσοφία του και τελειοποιώντας την. Αυτή  η πλευρά της συνεισφοράς του έχει αξιολογηθεί από κάποιους μελετητές ότι δεν διέθετε την πρωτοτυπία ή τη σφραγίδα της μεγαλοφυίας του Θαλή. Ωστόσο διεμόρφωσε με τον τρόπο αυτό μια στερεή βάση για τις δικές του θεωρίες, ιδιαίτερα αξιόλογες όπως θα δούμε στη συνέχεια.

   Υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των μελετητών του έργου του, ότι ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την παρατήρηση και το πείραμα στην έρευνα των φυσικών φαινομένων, για να τον ακολουθήσει ένα σχεδόν αιώνα αργότερα σε αυτή του την αντίληψη ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός (500 – 428 π.Χ.). Από πολλούς θεωρείται και ο πρώτος που παρουσίασε μια εικόνα για τον Κόσμο, ένα «κοσμοείδωλο» καθαρώς επιστημονικό και τελείως από-μυθοποιημένο. Αντίθετα με τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος συνέγραψε και φιλοσοφικό σύγγραμα όπου εξέθετε τις ιδέες του για τη φύση, ίσως ως βοήθημα των μαθητών του, ή κατά τη γνώμη ορισμένων για να διαφοροποιηθεί από τις κοσμολογικές αντιλήψεις του Θαλή. Σε κάθε περίπτωση, συνιστά το πρώτο γνωστό επιστημονικό σύγγραμα στην Ιστορία. Δυστυχώς το σύγγραμα αυτό χάθηκε πολύ νωρίς και δεν διασώθηκε ούτε καν ο τίτλος του. Απλώς ο σοφιστής και ρήτορας Θεμίστιος (4ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι ο Αναξίμανδρος έγραψε το πρώτο βιβλίο «περί Φύσεως», που σωζόταν ως την εποχή του Θεοφράστου και του Αριστοτέλους, αλλά μετά χάθηκε  («Εθάρρησε  πρώτος ων ίσμεν Ελλήνων λόγον εξενεγκείν περί φύσεως συγγεγραμμένον»). Οι γνώσεις μας για τις θεωρίες του προέρχονται, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους προσωκρατικούς, από «σπαράγματα» (Fragmente), δηλαδή βραχέα αποσπάσματα, και από τα έργα των δοξογράφων, των αρχαίων δηλαδή συγγραφέων που περιέγραψαν τις δοξασίες και τις θεωρίες των προγενέστερών τους φιλοσόφων σε δικά τους έργα, μερικά από τα οποία διασώθηκαν. (Αν είχε σωθεί το «Φυσικών δόξαι» του δοξογράφου Θεοφράστου, ογκώδες σύγγραμα αποτελούμενο από 18 βιβλία που περιείχε τις θεωρίες των φυσικών φιλοσόφων, θα είχαμε ασφαλώς στη διάθεση μας μία ολοκληρωμένη εικόνα για τις απόψεις τους. Μόνο όμως ένα μικρό τμήμα του με τίτλο «Περί αισθήσεων»  διασώθηκε, ενώ άλλα στοιχεία διασώθηκαν μέσω του Αετίου στο ψευδοπλουτάρχειο «Περί αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις…», στο «Εκλογαί» του Στοβαίου και λίγα ακόμα έργα, όλα πολύ μεταγενέστερα των πρωτοτύπων).

   Η Τρίτη σημαντική «πρωτιά» του Αναξίμανδρου αφορά την εξελικτική θεωρία των έμβιων όντων. Ο Μιλήσιος σοφός πίστευε ότι ολόκληρος ο Κόσμος διαμορφώθηκε εξελικτικά ώστε να φθάσει στη σημερινή του κατάσταση. Ουσιαστικά εισηγήθηκε μία θεωρία ανάλογη με εκείνη που 24 αιώνες αργότερα θα ανέπτυσσε ο Κάρολος Δαρβίνος (Charles Darwin, 1809 – 1882), αφού πρέσβευε  ότι τα έμβια όντα δημιουργήθηκαν από ατελέστερες υπάρξεις, «εξ αλλοειδών ζώων». Ειδικότερα για τον άνθρωπο, υπεστήριξε ότι προερχόταν από θαλάσσια, ιχθυόμορφα πλάσματα, σε πλήρη συμφωνία με τη σύγχρονη παραδοχή ότι η πολυκύτταρη τουλάχιστον γήινη ζωή ξεκίνησε από τη θάλασσα: «τον δε άνθρωπον ετέρω ζώω γεγονέαι, τουτέστι ιχθύι, παραπλήσιον κατ’ αρχάς». Υπέθετε ότι, όταν κάποτε υπεχώρησε το υγρό στοιχείο και έδωσε τη θέση του σε εκτάσεις ξηράς, τα ιχθυόμορφα αυτά πλάσματα βρέθηκαν έξω από το νερό και αναγκάσθηκαν να προσαρμοσθούν στο νέο περιβάλλον, αποβάλλοντας ολοκληρωτικά τα ιχθυόμορφα χαρακτηριστικά τους!

   Μία τέταρτη πρωτοπόρος συνεισφορά του Αναξίμανδρου στη φιλοσοφία της Επιστήμης έγκειται στην εισαγωγή της έννοιας του φυσικού νόμου, έστω και κάπως αόριστης: Ο φιλόσοφος πίστευε ότι στο Σύμπαν υπάρχει μία μορφή «κοσμικής δικαιοσύνης», που εξασφαλίζει την ισορροπία ανάμεσα στα 4 κυρίαρχα ή βασικά στοιχεία που το συναποτελούν και που συνεχώς αντιμάχονται εξαιτίας της διαφορετικής υφής τους. Πρόκειται για τα γνωστά μας από τον Αριστοτέλη στοιχεία, τον αέρα, το νερό (ύδωρ), τη γη και τη φωτιά (πυρ). Η σημερινή βέβαια επιστημονική εικόνα είναι αρκετά διαφορετική, εκτός αν θεωρήσουμε συμβολικά τα ονόματα αυτά. Σημειώνουμε ωστόσο ότι η ιδέα των «αντιμαχόμενων για κυριαρχία» τεσσάρων βασικών στοιχείων υπενθυμίζει έντονα τις 4 θεμελιώδεις δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις που παραδέχεται η σύγχρονη Φυσική ότι υπάρχουν στη Φύση, την ισχυρή πυρηνική, την ασθενή πυρηνική, την ηλεκτρομαγνητική και τη βαρυτική. Κατά τον Αναξίμανδρο, η φυσική σχέση ή νόμος έπρεπε να αυτοσυντηρείται και να έχει αιώνια ισχύ, ώστε κανένα από τα 4 βασικά στοιχεία να μην μπορεί να κατισχύσει των άλλων, μία ιδιότητα όλων των φυσικών νόμων που σήμερα τη θεωρούμε αυτονόητη, με πιθανή την κατάρρευση τους μόνο σε εξαιρετικά ακραίες συνθήκες, π.χ. κατά τη δημιουργία του Σύμπαντος ή στο κέντρο μιας μαύρης τρύπας.

   Διακρίνεται εδώ η απόκλιση από τη διδασκαλία του Θαλή, ο οποίος πίστευε ότι το ένα από τα στοιχεία, συγκεκριμένα το νερό, υπερισχύει και συνιστά την αρχή του Κόσμου. Ωστόσο ο Αναξίμανδρος δεν ανεξαρτητοποιήθηκε από την «έμμονη ιδέα» της Ιωνική Φιλοσοφίας, ότι δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει μία γενικότερη συμπαντική Κύρια Ουσία, μια κοσμική πρώτη ύλη από την οποία σχηματοποιούντο όλα τα αισθητά σώματα και στην οποία επανέρχονται όταν ολοκλήρωναν τον κύκλο της φθοράς τους. Αν αυτή η θεμελιώδης ουσία ήταν για το Θαλή το νερό, για τον Ηράκλειτο, όπως γνωρίζουμε, ήταν η φωτιά, για τον Εμπεδοκλή τα 4 στοιχεία από κοινού, κλπ. Ο Αναξίμανδρος λοιπόν, βασιζόμενος στη λογική σκέψη ότι το νερό π.χ. δεν μπορεί να εμπεριέχει όλες τις αντίθετες ιδιότητες των σωμάτων ώστε να δημιουργεί τα πάντα (π.χ. έχει τη υγρασία αλλά όχι την ξηρότητα), επέλεξε κάτι έξω από τα 4 βασικά στοιχεία για την πρωταρχική του Κοσμική Ουσία: Το «άπειρον», μια οντότητα αθάνατη και «ανώλεθρη», που γεννούσε τα πάντα και σε αυτό κατέληγαν τα πάντα. Το «άπειρον» ουσιαστικά μεταμορφωνόταν στα 4 βασικά στοιχεία, τα οποία με τη σειρά τους, αλληλεπιδρώντα υπό το Φυσικό Νόμο, έδιναν τα όντα του Κόσμου μας, τα οποία φθειρόμενα επέστρεφαν τελικά σε εκείνο από το οποίο προήλθαν. Κατά τη διατύπωση του Θεοφράστου: «Αρχήν τε και στοιχείον είρηκε των όντων το άπειρον, πρώτος τούτο το όνομα κομίσας της αρχής… φύσιν άπειρον, εξ ης άπαντας γίνεσθαι τους ουρανούς και τους εν αυτοίς κόσμους». Ο Αριστοτέλης θα έγραφε αργότερα για την αναξιμάνδρειο έννοια του απείρου: «άπαντα γαρ ή αρχή ή εξ αρχής, του δε απείρου ουκ έστιν αρχή. Είη γαρ αν αυτού πέρας… …αθάνατος γαρ και ανώλεθρον, ως φησιν ο Αναξίμανδρος και οι πλείστοι των φυσιολόγων» («Φυσικά», Γ4, 203b 6) [«Το καθετί είτε είναι αρχή, είτε έχει αρχή, δηλαδή προέλευση, ενώ του απείρου δεν υπάρχει αρχή. Αν υπήρχε, θα υπήρχε και τέλος… Αθάνατο είναι και ακατάστρεπτο, όπως λέει και ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι φυσικοί φιλόσοφοι.»]

   Οι παλαιότεροι μελετητές ταύτιζαν συνήθως το αναξιμάνδρειο άπειρον με την ύλη. Υπό το φως όμως της σύγχρονης Φυσικής, ανακαλύπτουμε μία πολύ καλύτερη ταύτιση με την ενέργεια. Η ενέργεια περιλαμβάνει και την ύλη ως μία ειδική περίπτωση ιδιαίτερα συμπυκνωμένης ενέργειας. Περιλαμβάνει όμως και την «ενέργεια του κενού χώρου», που αντιστοιχεί στην κοσμολογική σταθερά λ, η οποία τα τελευταία χρόνια ανακαλύφθηκε ότι δεν είναι μηδέν και ότι συντείνει στην ταχύτερη διαστολή του Σύμπαντος. Η «υλενέργεια» και ο χώρος της συναποτελούν πράγματι την ουσία «εξ ης άπαντας γίνεσθαι τους ουρανούς και τους εν αυτοίς κόσμους».

Πηγές:

Βιβλιογραφία:
(1)    Αέτιος (Ψευδοπλουτάρχου): ΠΕΡΙ ΑΡΕΣΚΟΝΤΩΝ ΤΟΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΕΠΙΤΟΜΗ, Κάκτος (νο. 365 στη σειρά «Οι Έλληνες»)
(Αθήνα 1995).
(2)    Αριστοτέλης: ON THE HEAVENS. The Loeb Classical Library. With an English translation by W.K.C. Guthrie, M.A. London. William Heinemann Ltd. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press (First printed 1933, repr. 1936, 1947, 1956).
(3)    Diels, Hermann: DIE FRAGMENTE DER VORSOKRATIKER (2 τόμοι), Ηerausg. von Walther Kranz, Weidmann (Zurich 1996).
(4)    Diels, Hermann: DOXOGRAPHI GRAECI, Apud Walter De Gruyter et Socios (Berolini, Ed. Quarta, 1879, repr. 1965).
(5)    Diogenes Laertius: LIVES OF EMINENT PHILOSOPHERS. The Loeb Classical Library. Book II (Anaximander, Anaxagoras) with an English translation by R.D. Hicks. Two volumes, William Heinemann Ltd. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press (First printed 1925, revised & repr. 1938, 1942, 1950, 1959).
(6)    Eusebius: PRAEPARATIO EVANGELICA, X 14,11.
(7)    Θεοδοσίου, Ευστράτιος Θ.: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Ι, τόμος Α: «Από τους προσωκρατικούς στον Γαλιλαίο», πανεπιστημιακές σημειώσεις (Αθήνα 2003).
(8)    Κωτσάκης, Δημήτριος: ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Αθήνα 1976).
(9)    Σπύρου, Νικόλαος Κ.: ΙΩΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, Απόπλους, Ιούνιος 1998 (έκτακτο τεύχος), σελ. 83.
(10) Wilson, Edward O.: ΣΥΝΑΛΜΑ – Η ενότητα της Γνώσης, εκδόσεις Σύναλμα (Αθήνα 1999), κεφ. 1: «Η γοητεία των Ιώνων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου