Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Η αστρονομία του Αναξιμάνδρου (μέρος 2ο)


   Η αδέσμευτη σκέψη του Αναξιμάδνρου απέρριπτε εν τελώς την ανθρωπομορφική Κοσμογονία που δίδασκε η Μυθολογία, και που αφορούσε τη γενετήσια αναπαραγωγή μεταξύ θεϊκών οντοτήτων (π.χ. Χάος, Νύκτα, Ουρανός, Γαία κλπ.) σε γενεαλογικά δένδρα, δηλαδή την Κοσμογονία – Θεογονία, που αποτελούσε μέχρι τότε τη βάση όλων των Κοσμογονιών, από της Ρώμη ως την Ινδία και την Αίγυπτο. Ο Μιλήσιος φιλόσοφος υπέθετε ότι το «άπειρον» είχε τη δύναμη να δημιουργεί ζωή από μόνο του, ξεκινώντας από ένα γόνιμο σπόρο («σπέρμα γόνιμον»), που αυτογονιμοποιήθηκε με το αντίθετο του, αποσπάσθηκε από το «άπειρον» και αναπτύχθηκε μέσα σε μια πύρινη σφαίρα, η οποία περιείχε μια ψυχρή μάζα. Στην αρχική αυτή φάση δημιουργίας χωρίσθηκαν τα δύο αντίθετα: το θερμό που εμπεριείχε το ξηρό και το ψυχρό που εμπεριείχε το υγρό. Ο διαχωρισμός ξηρού και υγρού σχημάτισε τη θάλασσα και την ξηρά. Η υγρασία, που δημιουργήθηκε από την επίδραση του θερμού στο ψυχρό, ήταν ο φορέας της ζωής. Μετά τον διαχωρισμό θερμού και ψυχρού, το μεν πρώτο σχημάτισε έναν εξωτερικό πύρινο θόλο (το πυρ), το δε δεύτερο τον αέρα, τη γη και το νερό. Τα στοιχεία αυτά αναμιγνύονταν και διαχωρίζονταν συνεχώς. Η εξωτερική πύρινη σφαίρα διανοίχθηκε και από τη διάνοιξη αυτή και τον αποκλεισμό του πυρός σε τροχοειδείς κύκλους (δακτυλίους) σχηματίσθηκαν ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα.

   Ο Αναξίμανδρος λοιπόν θεωρούσε ότι ο υλικός κόσμος με τις διαφοροποιήσεις του γεννήθηκε από την αρχή της κινήσεως των διαφορετικών ποιοτήτων του αρχικού απείρου (βλ. και τα «Φυσικά» του Αριστοτέλους, Γ 203β και Α 187α, 30). Η «έκκριση» αυτή, ο διαχωρισμός των διαφόρων ποιοτήτων από τη μητρική ουσία, είναι κατά κάποιο τρόπο ένα κοσμικό αδίκημα, το οποίο επανορθώνεται με την επιστροφή των εκκριθέντων στο αρχικό άπειρο, που έτσι, με τη φθορά και το θάνατο, ξαναβρίσκεις ως αρχέτυπη ουσία τον εαυτό της. Πρόκειται για μία θέση που επηρέασε πιθανότατα τον Ηράκλειτο.

   Ο Αέτιος αναφέρει ακόμα πως ο Αναξίμαδρος δίδασκε ότι τα άστρα δημιουργήθηκαν από τις περιδινήσεις αερίων και πυρός: «Αναξίμανδρος τα άστρα είναι πιλήματα αέρος τροχοειδή, πυρός έμπλεα, κατά τι μέρος από στομίων εκπνέοντα φλόγα» [Αέτ. ΙΙ, 25, 1(D.355)].

   Κεντρικό ρόλο στην Κοσμολογία του Αναξιμάνδρου διαδραματίζει το «άπειρον» του, πράγμα φυσιολογικό με τις ιδιότητες που αναφέραμε ότι του απέδιδε. Μία αρκετά λογική συνέπεια είναι και η παραδοχή της «πολλαπλότητας των Κόσμων»: «εκ γαρ [του απείρου] πάντα γίγνεσθαι και εις τούτο πάντα φθείρεσαι. Διό και γεννάσθαι απείρους κόσμους και πάλιν φθείρεσθαι εις το εξ ου γίγνεσθαι» [Αέτ. Στο «Περί αρεσκόντων…», Ι 3, 3 (D.277)] «…άπειρον δε πρώτος υπέθετο, ίνα έχη χρήσθαι προς τας γενέσεις αφθόνως… …και κόσμους δε απείρους ούτος και έκαστον των κόσμων εξ απείρου του τοιούτου στοιχείου υπέθετο ως δοκεί.» [Σιμπλίκιος «De Caelo» 615, 15]. Χρειάζεται προσοχή η διάκριση μεταξύ του «απείρου» που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (η αναξιμάνδρεια πρωταρχική ουσία) και του συνηθισμένο επιθέτου «άπειρος». Η άποψη περί πολλαπλών Συμπάντων προσεγγίζει σε καταπληκτικό βαθμό σύγχρονες κοσμολογικές υποθέσεις. Ο Αναξίμανδρος επιπλέον υποθέτει ότι αυτά τα Σύμπαντα είναι άπειρα τον αριθμό, ότι χιλιάδες κόσμοι γεννιούνται και καταστρέφονται, και ότι ο δικός μας κάποτε θα καταστραφεί.

   Γενικά παρατηρούμε ότι η αναξιμάνδρειος επιστήμη ενσωματώνει κάποιες από τις σύγχρονες κοσμολογικές αντιλήψεις, και μάλιστα και στις δύο κλίμακες: τη μικροκοσμογονία (προέλευση και εξέλιξη του Ηλιακού Συστήματος) και τη μακροκοσμογονία (προέλευση και εξέλιξη των άστρων και ολόκληρου του Σύμπαντος).

   Το κεντρικό φιλοσοφικό ζήτημα της Αστρονομίας από την αρχαία εποχή μέχρι και μετά τον Γαλιλάιο υπήρξε η θέση της Γης στο Σύμπαν. Και όχι μόνο της Αστρονομίας, αλλά και γενικότερα των Φυσικών Επιστημών, όπως σχηματοποιήθηκε στη διαπάλη του γεωκεντρικού με το ηλιοκεντρικό σύστημα. Η άποψη του Αναξιμάνδρου, σύμφωνα με τον Πλούταρχο όσο και με τον Ιππόλυτο, είναι ότι «η Γη είναι μετέωρη, δεν συγκρατείται από πουθενά και διατηρεί σταθερή απόσταση από παντού, ενώ το σχήμα της είναι γύρω – γύρω στρογγυλό και παραπλήσιο με πέτρινη κολώνα» («την δε γην είναι μετέωρον, υπό μηδενός κρατουμένην, μένουσαν δε δια την ομοίαν πάντων απόστασιν, το δε σχήμα αυτής γύρον, στρογγυλόν, κίονι λίθω παραπλήσιον»). Μεγάλη αντιθέτως είναι η απόκλιση από τις απόψεις του διδασκάλου του, αφού κατά τον Θαλή η Γη, επίπεδη, έπλεε πάνω στο νερό (μία προφανής αντιγραφή των αιγυπτιακών δοξασιών, που ο Θαλής γνώρισε στα ταξίδια του). Η ιδέα ότι η Γη βρίσκεται μετέωρη και ελεύθερη στο διάστημα, χωρίς να υποβαστάζεται από πουθενά, υπήρξε μία από τις πλέον τολμηρές επιστημονικές θεωρίες της Αρχαιότητος. Και άλλοι δοξογράφοι και σχολιαστές του Αναξιμάνδρου τονίζουν την ορθή του αυτή άποψη, όπως ο Θέων ο Σμυρναίος («Αναξίμανδρος δε ότι η γή μετέωρος…») και ο Διογένης ο Λαέρτιος. Σημειώνουν όμως αμέσως και τη λανθασμένη γεωκεντρική θέση του φιλοσόφου όταν γράφουν: «…μέσην ε την γην κείσθαι, κέντρου τάξιν επέχουσα» (Διογ. Λαερ. «Βίοι Φιλοσόφων», ΙΙ, 1, 1-2). Ο Αναξίμανδρος λοιπόν θεωρούσε ότι η Γη βρισκόταν στο κέντρο του Κόσμου, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να απέχει ίσες αποστάσεις από τα έσχατα σημεία του: «Το επί του μέσου ιδρυμένον και ομοίως προς τα έσχατα έχον», κατά την αριστοτέλεια διατύπωση (Αριστ. «Περί Ουρανού» Β 295b, 13-14). Επιπλέον, υπεστήριζε και την ακινησία της Γης θεωρώντας ότι διατηρούσε σταθερές αποστάσεις από παντού, υπό την έννοια ότι ήταν ίσες οι αποστάσεις της από τις παρυφές του Σύμπαντος. Κατά τη γνώμη του, ήταν αδύνατο ένα οποιοδήποτε σώμα, άρα και η Γη, που ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του Σύμπαντος και ισαπείχε από τα έσχατα σημεία του, να κινείται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εξάλλου, ήταν αδύνατο η Γη να εκτελεί ταυτοχρόνως αντίθετες κινήσεις. Συμπερασματικά λοιπόν κατέληγε στην άποψη ότι η Γη ήταν ακίνητη (Αριστοτ. «Περί Ουρανού» Β, 295b, 10-15). Ο Αριστοτέλης, με μεγάλη αντικειμενικότητα, αφού παραθέτει πρώτα τις σκέψεις του Αναξιμάνδρου ως έχουν, στη συνέχεια αναφέρει τη δική του κρίση, σχολιάζοντας τις:

   «Υπάρχουν όμως ορισμένοι, όπως ο Αναξίμανδρος μεταξύ των αρχαίων, που ισχυρίζονται ότι η Γη μένει σταθερή εξαιτίας της ομοιότητος: Στο σώμα που είναι εγκατεστημένο στο κέντρο και απέχει εξίσου από τα ακραία σημεία από τα ακραία σημεία δεν αρμόζει να κινείται περισσότερο προς τα πάνω απ’ ό,τι προς τα κάτω ή προς τα πλάγια. Επί πλέον είναι αδύνατο να κινείται ταυτόχρονα προς αντίθετες κατευθύνσεις. Επομένως, αναγκαστικά μένει ακίνητη. Κομψή η διατύπωση, αλλά λανθασμένος ο λόγος. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, κατ’ ανάγκη οτιδήποτε τοποθετηθεί στο κέντρο μένει σταθερό, επομένως και η φωτιά θα έμενα ακίνητη αφού η εξήγηση δεν αφορά ιδιαιτέρως τη Γη. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο κάτι τέτοιο. Η Γη δεν φαίνεται να παραμένει μόνο σταθερή στο κέντρο, αλλά και να κινείται προς το κέντρο, αφού προς όποια κατεύθυνση κινείται οποιοδήποτε μέρος της, αναγκαστικά προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ολόκληρη. Προς όποια κατεύθυνση φέρεται κατά φύση, εκεί και μένει ακίνητη κατά φύση. Επομένως, ο λόγος δεν είναι ότι απέχει εξίσου από τα ακραία σημεία. Αυτό είναι κοινό για όλα, ενώ η κίνηση προς το κέντρο είναι ιδιάζον χαρακτηριστικό της Γης.» (Περί Ουρανού» Β,295b, 10-25).

   Αλλά ας επιστρέψουμε στο σχήμα της Γης. Ο Αέτιος συμπληρώνει τον Ιππόλυτο: «Αναξίμανδρος λίθω κίονι την γην προσφέρη, των επιπέδων». Και ο [ψευδο-] Πλούταρχος επεξηγεί την παρομοίωση: «…υπάρχειν δε φησι τω μεν σχήματι την γην κυλινδροειδή, έχειν δε τοσούτον βάθος όσο αν είη τρίτον προς το πλάτος» [«Στρωματείς» 2 (D.579, aus Theophrast.)]. Από αυτό το απόσπασμα λογικά συμπεραίνουμε ότι ο Αναξίμανδρος πίστευε πως η Γη είναι κυλινδρική, όπως μια κολώνα (κίονας), και όχι σφαιροειδής όπως θα νομίζαμε ίσως ότι εννοεί το «γυρόν, στρογγύλον» σχήμα. Και μάλιστα αυτή η κυλινδρική Γη έχει συγκεκριμένες αναλογίες πλάτους και ύψους, σε σχέση 3 προς 1, δηλαδή η διάμετρος του κυλίνδρου είναι τριπλάσια του ύψους του! Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη, αφού υπάρχει και άλλη γραπτή πηγή, η μαρτυρία του Διογένους του Λαερτίου: «την γην…ούσαν σφαιροειδή, την τε σελήνην ψευδοφαή, και από ηλίου φωτίζεσθαι. Αλλά και τον ήλιον ουκ ελάττονα της γης, και καθαρώτατον πυρ» (Διογ. Λαερ. «Βίοι Φιλοσόφων», ΙΙ, 1, 1-2). Δηλαδή ο Αναξίμανδρος θεωρούσε ότι «η Γη είναι σφαιροειδής, και η Σελήνη δεν έχει δικό της φως (είναι σώμα ετερόφωτο) και φωτίζεται από το ηλιακό φως. Αλλά και ο ίδιος ο Ήλιος δεν είναι μικρότερος από τη Γη, και είναι καθαρότατη φωτιά.». Παρατηρούμε ότι ο Λαέρτιος διαψεύδει τον Αέτιο. Το γεγονός αυτό είναι συνηθισμένο όσο και αναμενόμενο όταν οι διαθέσιμες αναφορές απέχουν χρονικά από τις πηγές αρκετούς αιώνες. Πάντως είτε κυλινδρικό, είτε σφαιρικό το σχήμα της Γης, αρμόζει ο αποδιδόμενος στον Αναξίμανδρο ισχυρισμός ότι υπάρχει και αντίθετη πλευρά της Γης από εκείνη στην οποία κατοικούσαν οι άνθρωποι. Επί πλέον, όλες οι ιδιότητες της Σελήνης και του Ηλίου που αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος συμφωνούν απολύτως με τις σύγχρονες αστρονομικές γνώσεις. Δεν είναι εξάλλου απίθανο ο Αναξίμανδρος να δεχόταν ότι η Γη εκτελούσε κυκλική πάνω σε ένα τεράστιο δακτύλιο, ενώ και η πεποίθηση ότι ο όγκος του Ηλίου είναι ίσος ή μεγαλύτερος από τον όγκο της Γης συμφωνεί με την πίστη ότι είναι τοποθετημένος σε ένα τεράστιο δακτύλιο με διάμετρο 28 φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο της Γης: «Αναξίμανδρος [τον ήλιον] κύκλον είναι οκτωκαιεικοσοπλασίονα της γης, αρματείω τροχώ παραπλήσιον» [Αέτ. ΙΙ, 20, 1 (D.348)]. Το ίδιο πίστευε ο Αναξίμανδρος και για τη Σελήνη, με τη μόνη διαφορά ότι ο δακτύλιος – τροχιά επί του οποίου περιφερόταν η Σελήνη περί τη Γη είχε διάμετρο 29 φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο της Γης: «Αναξίμανδρος [την σελήνην] κύκλον είναι εννεακαιεικοσαπλασίονα της γης, όμοιον αρματείω (τροχώ) κοίλην έχοντι την αψίδα και πυρός πλήρη καθάπερ τον του ηλίου, κείμενον λοξόν, ως κακείνον, έχοντα μίαν εκπνοήν οίον πρηστήρος αυλόν, εκλειπείν δε κατά τας τροπάς του τροχού» [Αέτ. ΙΙ, 25, 1 (D.355)]. Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι ο ηλιακός και ο σεληνιακός δίσκος φαίνονται ισομεγεθείς από τη Γη όχι επειδή έχουν επειδή έχουν πράγματι τις ίδιες περίπου διαστάσεις και απόσταση από τη Γη, αλλά επειδή ο Ήλιος απέχει περίπου 400 φορές περισσότερο απ’ ό,τι η Σελήνη και ταυτοχρόνως είναι 400 φορές μεγαλύτερος από αυτή. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310-230 π.Χ.), θα υπολόγιζε σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, βασιζόμενος σε μία έξυπνη ιδέα και στην επιστημονική παρατήρηση, ότι ο Ήλιος απέχει από εμάς περί τις 20 φορές περισσότερο απ’ ό,τι η Σελήνη, μία εκτίμηση εγγύτερα στην πραγματικότητα, στο ομότιτλο έργο του «Περί των μεγεθών και αποστημάτων ηλίου και σελήνης», το μοναδικό έργο του που σώζεται.

Πηγές:

Βιβλιογραφία:
(1) Αέτιος (Ψευδοπλουτάρχου): ΠΕΡΙ ΑΡΕΣΚΟΝΤΩΝ ΤΟΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΕΠΙΤΟΜΗ, Κάκτος (νο. 365 στη σειρά «Οι Έλληνες»)
(Αθήνα 1995).
(2) Αριστοτέλης: ON THE HEAVENS. The Loeb Classical Library. With an English translation by W.K.C. Guthrie, M.A. London. William Heinemann Ltd. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press (First printed 1933, repr. 1936, 1947, 1956).
(3) Diels, Hermann: DIE FRAGMENTE DER VORSOKRATIKER (2 τόμοι), Ηerausg. von Walther Kranz, Weidmann (Zurich 1996).
(4) Diels, Hermann: DOXOGRAPHI GRAECI, Apud Walter De Gruyter et Socios (Berolini, Ed. Quarta, 1879, repr. 1965).
(5) Diogenes Laertius: LIVES OF EMINENT PHILOSOPHERS. The Loeb Classical Library. Book II (Anaximander, Anaxagoras) with an English translation by R.D. Hicks. Two volumes, William Heinemann Ltd. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press (First printed 1925, revised & repr. 1938, 1942, 1950, 1959).
(6) Eusebius: PRAEPARATIO EVANGELICA, X 14,11.
(7) Θεοδοσίου, Ευστράτιος Θ.: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Ι, τόμος Α: «Από τους προσωκρατικούς στον Γαλιλαίο», πανεπιστημιακές σημειώσεις (Αθήνα 2003).
(8) Κωτσάκης, Δημήτριος: ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Αθήνα 1976).
(9) Σπύρου, Νικόλαος Κ.: ΙΩΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, Απόπλους, Ιούνιος 1998 (έκτακτο τεύχος), σελ. 83.
(10) Wilson, Edward O.: ΣΥΝΑΛΜΑ – Η ενότητα της Γνώσης, εκδόσεις Σύναλμα (Αθήνα 1999), κεφ. 1: «Η γοητεία των Ιώνων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου