Αναφέρθηκε ήδη το απόσπασμα του Αετίου περί
των άστρων: «Αναξίμανδρος τα άστρα είναι πιλήματα αέρος τροχοειδή, πυρός
έμπλεα, κατά τι μέρος από ατομίων εκπνέοντα φλόγα» [Αέτ. ΙΙ, 25, 1 (D.355)]. Είναι φανερό ότι η άποψη του
Μιλησίου σοφού είναι γνησίως αστροφυσική και μάλλον δύσκολα φαίνεται να να
συμβιβάζεται με τη λαϊκή, αλλά και γενετική, αρχαία αντίληψη ότι τα άστρα του
νυκτερινού ουρανού είναι «καρφιτσωμένα» στο στερέωμα, ή με τη μεσαιωνική ότι τα
άστρα είναι απλώς μικρές τρύπες στο σκοτεινό στερέωμα μέσα από τις οποίες
διακρίνεται το φως του Παραδείσου! Και όμως, ο Αναξίμανδρος παρατήρησε ότι η Γη
φαινόταν σαν να βρίσκεται στο κέντρο μια τεράστιας σφαίρας, στην εσωτερική
επιφάνεια της οποίας ήταν στερεωμένα τα άστρα. Αυτή είναι η έννοια της Ουράνιας
Σφαίρας, που για τον λόγο αυτό ονομάζεται και «στερέωμα». Πρόκειται για μία
χρήσιμη έννοια για τον προσδιορισμό θέσεων στον ουρανό, χρησιμοποιείται άλλωστε
ακόμα και σήμερα ως το υπόβαθρο για τον ορισμό των ουρανογραφικών
συντεταγμένων. Η μαθηματική κατασκευή μπορεί να είναι μία προσομοίωση της
πραγματικότητος, αλλά δεν ταυτίζεται απαραίτητα με αυτή. Θα ήταν λοιπόν δυνατό
να θεωρηθεί ο Αναξίμανδρος κατά κάποιο τρόπο πατέρας αυτού που καλείται
Σφαιρική Αστρονομία ή γενικότερα της Μαθηματικής Αστρονομίας, όροι πολύ
συγγενείς μεταξύ τους, που έχουν περιπέσει σήμερα στην αφάνεια μετά στην
επικράτηση της Αστροφυσικής στην αστρονομική έρευνα.
Ο Αναξίμανδρος, από κοινού με τον Αναξαγόρα
τον Κλαζομένιο (500 – 424 π.Χ.), υπήρξαν πρωτοπόροι και της Αστροφυσικής, αφού
τόλμησαν να υποστηρίξουν ότι τα άστρα είναι υλικά σώματα και ο Ήλιος «φλεγόμενη
πέτρα μεγαλύτερη της Ελλάδος» (όπως το διετύπωσε ο Αναξαγόρας). Ο Μιλήσιος
φιλόσοφος προχώρησε περισσότερο, όπως είδαμε στα αποσπάσματα που παραθέσαμε, ως
προς το ότι κατόρθωσε να συναγάγει την όμοια φύση δυσδιάκριτων άστρων της νυκτός
και του υπέρλαμπρου Ηλίου: «πυρός έμπλεα» τα πρώτα, «καθαρώτατον πυρ» ο
δεύτερος. Ακόμα και πριν από δύο μόλις αιώνες υπήρχαν αστρονόμοι που
αμφισβητούσαν τη φύση των άστρων ως πολύ μακρινών «ήλιων». Επειδή η οντότητα
του Ηλίου αντιστοιχούσε σε θεότητα του ελληνικού πανθέου, ο Αναξαγόρας, που
είχε κάνει το λάθος να εγκατασταθεί στην Αθήνα, κατηγορήθηκε για ασέβεια και
αθεΐα το 430 π.Χ. και για να αποφύγει την τιμωρία αυτοεξορίσθηκε στη Λάμψακο.
(Σύμφωνα με ψήφισμα του Διοπείθου του 432 π.Χ. η Αθηναϊκή Δημοκρατία έδινε το
δικαίωμα στους πολίτες της «εισαγγέλεσθαι τους τα θεία μη νομίζοντας ή λόγους
περί των μεταρσίων διδάσκοντας», δηλαδή, «να περνούν από δημόσια δίκη όσους δεν
παραδέχονται τα θεία ή πιστεύουν σε θεωρίες άλλες για τα ουράνια πράγματα»). Το
γεγονός ότι ο Αναξίμανδρος μπορούσε 150 χρόνια νωρίτερα στη Μίλητο, και υπό
τυρρανικό μάλιστα καθεστώς, να διατυπώνει ανενόχλητος ανάλογες αστρονομικές και
κοσμολογικές θεωρίες χωρίς καμιά αναφορά σε θεότητες, είναι, νομίζουμε, αρκετά
εύγλωττο από μόνο του για τη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ των δύο κοινωνιών.
Για την Αστροφυσική βέβαια θα πρέπει να
επισημανθεί ότι ένας πολιτισμός θεωρητικών ως επί το πλείστον στοχαστών όπως ο
αρχαίος ελληνικός, δεν θα μπορούσε παρά να προβεί σε εικασίες χωρίς τα ανάλογα
όργανα, εικασίες ωστόσο μερικές φορές ιδιαίτερα εύστοχες: Ο Θαλής είναι εκείνος
που πιθανότατα θα μπορούσε να αποκληθεί ο «πατέρας της Αστροφυσικής», τίτλος που
συνήθως επιφυλάσσεται στον Sir Arthur Eddington (1882-1994), αφού ο δάσκαλος του Αναξιμάνδρου παραδεχόταν ότι τα άστρα αποτελούνται
από τα ίδια στοιχεία από τα οποία σύγκειται η Γη, αντίθετα από τον Αριστοτέλη
και τη γνωστή θέση του περί «υποσεληνίου» και «υπερσεληνίου» κόσμου. Το γεγονός
αυτό διαπιστώθηκε μόλις το δέκατο ένατο αιώνα μ.Χ., όταν με τη βοήθεια του
φασματοσκοπείου και την εφαρμογή των νόμων του Kirchhof για τη φασματική ανάλυση
αποδείχθηκε η χημική ενότητα του Σύμπαντος, καθώς στα άστρα ανιχνεύονται τα
ίδια χημικά στοιχεία που συναντάμε στον πλανήτη μας. Τη γνώμη αυτή του Θαλή
θεωρούσε ως τη λαμπρότερη έμπνευση του μεγάλου αυτού σοφού, ο γνωστός από την
αρειανή ονοματολογία Ευγενίου Αντωνιάδης.
Ο Αναξίμανδρος, σύμφωνα με τον Διογένη το
Λαέρτιο, επινόησε το γνώμονα, κατασκεύασε ηλιακά ρολόγια και δίδαξε τη χρήση τους
στον ελληνικό χώρο. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο αφηρημένος σοφός, ο
αποξενωμένος από τις πρακτικές ανάγκες της ναυτιλιακής κοινωνίας του, αφού
υπήρξε ο πρώτος που τόλμησε να κατασκευάσει γεωγραφικό χάρτη της τότε
οικουμένης, καθώς αναφέρει ο γεωγράφος Αγαθήμερος (περίπου 150 π.Χ.). Το ηλιακό
ρολόι, όπως γνωρίζουμε, είναι ένα όργανο που χρησιμοποιείται στην ύπαιθρο για
να δείχνει την ώρα της ημέρας (για την ακρίβεια τον αληθή ηλιακό χρόνο) με τη
σκιά που ρίχνει ένας δείκτης στο ηλιακό φως. Οι γραμμές που σημειώνουν τις ώρες
είναι συνήθως χαραγμένες πάνω σε μία οριζόντια ή κάθετη πλάκα. Σήμερα βεβαίως
τα ηλιακά ρολόγια κατασκευάζονται ως ένα διακοσμητικό χαρακτηριστικό σε
πλατείες ή προαύλια εκκλησιών σε δυτικές χώρες. Αλλά κατά την αρχαιότητα
αποτελούσαν τη βασική μέθοδο για τη μέτρηση του χρόνου κατά την ημέρα, ενώ αν
κάποιος, πράγμα ασυνήθιστο, ήθελε να δει την ώρα κατά τη νύκτα, έπρεπε να
συμβουλευθεί κλεψύδρες, συνήθως νερού, ελάχιστης ακρίβειας, ή τη θέση των αστερισμών
σε συνάρτηση με την εποχή του έτους. Προφανώς ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμα σε μία
χώρα με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στην Ευρώπη, και πραγματικά οι αρχαίοι μας πρόγονοι
χρησιμοποίησαν κατά καιρούς διάφορους τύπους ηλιακών ρολογιών. Ο απλούστερος
και αρχαιότερος τύπος ονομαζόταν «γνώμων» και αποτελείτο από μία κάθετη
μεταλλική αιχμή (τον «στύλον») πάνω σε μία επίπεδη οριζόντια βάση. Αργότερα η
λέξη «γνώμων» σήμαινε μόνο τον μεταλλικό δείκτη, και στη σύγχρονη ελληνική, και
το ανάλογου σχήματος σχεδιαστικό όργανο. Ο δεύτερος βασικός τύπος ηλιακού
ρολογιού ονομαζόταν «πόλος» ή «σκάφη» και αποτελείται από τον κάθετο στύλο
τοποθετημένο στο μέσο μιας ημισφαιρικής (συνήθως μαρμάρινης) λεκάνης ή
κοιλότητας.
Κατά τον Ηρόδοτο (ΙΙ, 109) η γνώση αμφοτέρων
των τύπων έφθασε στην Ελλάδα από τους Βαβυλωνίους, μαζί με την υποδιαίρεση της ημέρας
σε 12 ίσα μέρη, τις ώρες. Ωστόσο, ακόμα και αν ο Αναξίμανδρος δεν ήταν ο
εφευρέτης τους, ήταν αυτός που τελειοποίησε τον γνώμονα. Ο Ευσέβιος, ο πατέρας της
Εκκλησιαστικής ιστορίας, μας πληροφορεί ότι ο Αναξίμανδρος υπήρξε ο πρώτος που
κατασκεύασε γνώμονες για τη διακρίβωση των διαφορών της ηλιακής τροχιάς στον
ουρανό ανάλογα με την εποχή του έτους και τον προσδιορισμό των ισημεριών, των
ηλιοστασίων και των εποχών, εκτός από την ώρα της ημέρας. Ο τύπος αυτός γνώμονα
αποκλήθηκε «αράχνη». Πέρα όμως από αυτό, όπως προαναφέρθηκε, ο Διογένης ο
Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Αναξίμανδρος εφηύρε των γνώμονα και δίδαξε τη χρήση του
στον ελληνικό χώρο, και συγκεκριμένα κατασκεύασε το πρώτο ηλιακό ρολόι στην
Πελοπόννησο, ένα γνώμονα στην περιοχή της Σπάρτης: «Εύρεν δε και γνώμονα πρώτος
και έστησεν επί των σκιοθήρων εν Λακεδαίμονι, καθά φησι Φαβωρίνος εν παντοδαπή
ιστορία, τροπάς τε και ισημερίας σημαίνοντα» («Βίοι Φιλοσόφων», ΙΙ, 1). Ο όρος «σκιοθήρων»
εδώ υπονοεί τα ηλιακά ρολόγια, που τα αποκαλούσαν και «σκιοθηρικά» επειδή όπως σημαίνει
η λέξη «κυνηγούσαν» τη σκιά. Αλλά η τελευταία φράση για της ισημερίες και τις «τροπές»
(ηλιοστάσια) υπονοεί και πάλι τον τύπο της αράχνης, παρότι η κατασκευή της πιστώνεται
συνήθως στην αστρονόμο Εύδοξο τον Κνίδιο (408 – 355 π.Χ.). Αντιθέτως, η «σκάφη»
συνδέεται με τον Αναξαγόρα και δείγματα της έχουν ανακαλυφθεί στις Κυκλάδες.
Η Μίλητος είχε ήδη αρχίσει να παρηκμάζει πριν
τον θάνατο του Αναξιμάνδρου, και περί το έτος του θανάτου του, το 546 π.Χ.,
προσαρτήθηκε από τον Κύρο στην Περσική Αυτοκρατορία. Κατά την Ελληνιστική
Περίοδο γνώρισε μία δεύτερη εποχή ακμής, που επεκτάθηκε και στους ρωμαϊκούς
χρόνους μέχρι τη λεηλασία της από τους Γότθους το 263 μ.Χ.. Δεν επρόκειτο όμως ποτέ
να ξαναζήσει την πνευματική και επιστημονική άνθηση των ιωνικών χρόνων. Αναφερθήκαμε
στο βασικό μειονέκτημα της αρχαίας ελληνικής Επιστήμης, την έλλειψη
προχωρημένων επιστημονικών οργάνων μετρήσεων και παρατηρήσεων, που θα
αντιστοιχούσε σε μία ανάλογα προοδευμένη τεχνολογία. Το μειονέκτημα όμως αυτό
εξισορροπήθηκε στην Ιωνία με αυτό που ο φυσικός και ιστορικός Gerald Holton απεκάλεσε « η γοητεία των Ιώνων», δηλαδή την πίστη στην ενότητα των
επιστημών, που η σύγχρονη Επιστήμη παραβλέπει συστηματικά με την
υπερεξειδίκευση στην οποία βασίζεται. Η πεποίθηση ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε
με βάση λίγες απλές αρχές που μπορούν να κατανοηθούν, υπήρξε ο κυριότερος
παράγοντας αισιοδοξίας και κίνητρο για την ενασχόληση με την ερμηνεία του, που
προκάλεσε με τη σειρά της τη γένεση των Φυσικών Επιστημών.
Από τότε η ιωνική γοητεία κυριάρχησε στην
επιστημονική σκέψη και της προσέφερε τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις της, πριν την
περιορίσει η υπερεξειδίκευση. Η ιωνική αντίληψη επιβιώνει πάντως και στις μέρες
μας, π.χ. στη σύγχρονη Φυσική με την προσπάθεια για την ενοποίηση των 4
θεμελιωδών δυνάμεων – αλληλεπιδράσεων. Η προσδοκία για μία «Θεωρία του παντός»
υποκρύπτει τον πόθο για μία θεωρία τόσο ισχυρή και περιεκτική ώστε να
μετατρέψει την Επιστήμη σε ένα «τέλειο» σύστημα, που από το βάρος μόνο των
αποδείξεων και της λογικής θα είναι ανθεκτικό σε κάθε αναθεώρηση. Ο Αϊνστάιν
ήταν «ιωνικός» πολύ περισσότερο από τον Αριστοτέλη, και κατά τον εντομολόγο και
θεωρητικό της Επιστήμης Edward O. Wilson «Η μεγαλύτερη δύναμή του ήταν ίσως αυτός ο οραματισμός του.»
Ο Αναξίμανδρος εφήρμοσε μία παρόμοια
προσέγγιση στην ενασχόληση του με την Αστρονομία, ασχολούμενος με πολλούς
κλάδους της, τόσο τους θεωρητικούς όσο και τους πρακτικούς. Η ίδια προσέγγιση
φυσικά διαδόθηκε και στον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο. Ο Αρχιμήδης, εκτός από
κορυφαίος μαθηματικός υπήρξε και σπουδαίος μηχανικός, με την έννοια της Εφαρμοσμένης
και Θεωρητικής Μηχανικής ως κλάδου της Φυσικής. Η ιδέα της ενότητος ταιριάζει
ασφαλώς ιδιαίτερα στην Αστρονομία, που ασχολείται με ολόκληρο το Σύμπαν, από ό,τι
στις «ειδικότερες» επιστήμες, όμως η Βιολογία. Η «γοητεία των Ιώνων» ωστόσο
διαπερνά το σύνολο του επιστημονικού γίγνεσθαι και θα είχε ασφαλώς πολλά ακόμα
να προσφέρει στη σύγχρονη Επιστήμη.
Πηγές:
Βιβλιογραφία:
(1)
Αέτιος
(Ψευδοπλουτάρχου): ΠΕΡΙ ΑΡΕΣΚΟΝΤΩΝ ΤΟΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΕΠΙΤΟΜΗ,
Κάκτος (νο. 365 στη σειρά «Οι Έλληνες»)
(Αθήνα 1995).
(Αθήνα 1995).
(2)
Αριστοτέλης:
ON THE HEAVENS. The Loeb Classical Library. With an English translation by
W.K.C. Guthrie, M.A. London. William Heinemann Ltd. Cambridge, Massachusetts:
Harvard University Press (First printed 1933, repr. 1936, 1947, 1956).
(3)
Diels, Hermann: DIE FRAGMENTE DER VORSOKRATIKER
(2 τόμοι), Ηerausg. von Walther Kranz, Weidmann
(Zurich 1996).
(4)
Diels, Hermann: DOXOGRAPHI GRAECI, Apud Walter
De Gruyter et Socios (Berolini, Ed. Quarta, 1879, repr. 1965).
(5)
Diogenes Laertius: LIVES OF EMINENT
PHILOSOPHERS. The Loeb Classical Library. Book II (Anaximander, Anaxagoras)
with an English translation by R.D. Hicks. Two volumes, William Heinemann Ltd.
Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press (First printed 1925, revised
& repr. 1938, 1942, 1950, 1959).
(6)
Eusebius: PRAEPARATIO EVANGELICA, X 14,11.
(7)
Θεοδοσίου,
Ευστράτιος Θ.: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Ι,
τόμος Α: «Από τους προσωκρατικούς στον Γαλιλαίο», πανεπιστημιακές σημειώσεις
(Αθήνα 2003).
(8)
Κωτσάκης,
Δημήτριος: ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Αθήνα 1976).
(9)
Σπύρου,
Νικόλαος Κ.: ΙΩΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, Απόπλους, Ιούνιος 1998
(έκτακτο τεύχος), σελ. 83.
(10) Wilson, Edward O.: ΣΥΝΑΛΜΑ – Η ενότητα
της Γνώσης, εκδόσεις Σύναλμα (Αθήνα 1999), κεφ. 1: «Η γοητεία των Ιώνων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου